-
1 εσκέψατο
-
2 ἐσκέψατο
-
3 εσκέψαθ'
-
4 ἐσκέψαθ'
-
5 εσκέψατ'
-
6 ἐσκέψατ'
-
7 λάω
λάω (A) [ᾰ],A = βλέπω, οὐδέ κεν αὐτὸν αἰετὸς ὀξὺ λάων ἐσκέψατο h.Merc. 360; γηθήσειε λάων is probably v.l. for γ. ἰδών in Il.13.344 (POxy. 769); cf. λάετε· σκοπεῖτε, βλέπετε, Hsch., Cyr.------------------------------------A seize, hold, κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων gripping it as it struggled, Od.19.229; ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων gripped the fawn as he was throttling it, ib. 230.—Also expld. by ἀπολαυστικῶς ἔχων (Aristarch.) or ἀπολαυστικῶς ἐσθίων (Sch., Hsch. s.v. λάων, who refers it alternatively to λάω (A), but also has λάε· ἐψόφησεν, οἱ δὲ ἐφθέγγετο; cf. λαήμεναι· φθέγγεσθαι, Cyr.).------------------------------------λάω (C),A v. λῶ. -
8 ὑποβλήδην
2 in answer, A.R.1.699, 3.400, Q.S.2.147.3 speaking in turn, Coluth.146.II supposititiously,ὑ. ἐτέκοντο Man.6.292
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβλήδην
-
9 σκέπτομαι
σκέπτομαι, imp. σκέπτεο, aor. ἐσκέψατο, part. σκεψάμενος: take a view, look about; ἐς, μετά τι, αἴ κεν, at or after something, -to see whether, etc., Il. 17.652; trans., look out for, Il. 16.361.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σκέπτομαι
См. также в других словарях:
ἐσκέψατο — σκέπτομαι look aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσκέψαθ' — ἐσκέψατο , σκέπτομαι look aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσκέψατ' — ἐσκέψατο , σκέπτομαι look aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάω — (I) λάω (Α) 1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει ii. αρπάζοντάς το… … Dictionary of Greek
υποβλήδην — και δωρ. τ. ὑποβλήδαν Α επίρρ. 1. παρεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ομιλία τού άλλου («ὑποβλήδην ἠμείβετο», Ομ. Ιλ.) 2. λοξά, με λοξό βλέμμα («ὑποβλήδην ἐσκέψατο», Ύμν. Ερμ.) 3. σε απάντηση, απαντώντας 4. μιλώντας με την σειρά του 5.… … Dictionary of Greek