-
1 εσθήτες
-
2 ἐσθῆτες
-
3 διάλαμπρος
διά-λαμπρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλαμπρος
-
4 διάχρυσος
διάχρῡσος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάχρυσος
-
5 κασωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κασωτός
-
6 κολοβός
2 abs., maimed, mutilated, X.Cyr.1.4.11;οὐδὲν κ. προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς, ἀλλὰ τέλεια καὶ ὅλα Arist.Fr. 101
;ζῷα κ. Id.GA 746a9
, cf. 721b17;ὄνος κ. PCair.Zen.215.10
(iii B.C.), PGen.23.5 (i A.D.), BGU806.4 (i A.D.); of trees, stunted,τὰν ἐλαίαν τὰν κολοβάν IG14.352i11
([place name] Halaesa), cf. Dsc.1.76;ἄνθη Thphr.HP8.3.3
; of persons, undersized, Procop.Arc.8: generally, short,ἐσθῆτες Artem.
l.c.; ;ξίφος Lyd.Mag.1.12
; of a period in Rhet., curtailed, incomplete, Arist.Rh. 1409a18 (so in [comp] Comp. - ώτερόν πως ὑφᾶναι τὸν λόγον Chor.in Philol.54.123); ὄνομα half-uttered, Them.Or.1.4b; of a cup, broken, chipped, Arist.Metaph. 1024a15, Theopomp.Hist. 243; of a wall, dwarf, τειχίον, τεῖχος, App.Mith.26, Procop.Aed.2.1; of a cone, truncated, Hero *Stereom.2.42: metaph.,ἀρετή Max.Tyr.37.1
; κίνησις, in paralysis, Gal.7.588; κ. κῦμα, = κωφόν, Sch.Ar.Eq. 689. Adv. - βῶς elliptically, opp.σαφῶς, ἐρωτᾶσθαι Arist.SE 176a40
.II κολοβόν, τό, a measure, PLond.5.1694.22, al. (VI A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοβός
-
7 μήλινος
2 of a quince-yellow,ἄνθος Thphr.HP9.18.1
; ἐσθῆτες, καρυωτοί, Ath.12.539e, D.S.2.53, cf. Dsc.3.137; B34 (Tanagra, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μήλινος
-
8 περιπόρφυρος
περι-πόρφῠρος, ον,2 π. ἐσθῆτες garments with a purple border, of the Roman toga praetexta or laticlavia, Id.6.53.7; π. τήβεννα, τήβεννος, D.H.2.70, Plu.Rom.26; and περιπόρφυρος alone, ib.25, 2.283a ; π. (sc. παῖδες), pueri praetextati, Id.Publ. 18.3 π. ἀγών part of name of an athletic contest at Sidon, IG3.129 (iii A. D.), CPHerm.54.13 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπόρφυρος
-
9 πρυτανικός
A of or for aπρύτανις, ἡ π. ἐξουσία IG12(7).396.5
([place name] Amorgos), cf. Inscr.Perg.254.7; π. γραφή action against a πρύτανις, Harp.s.v. ῥητορικὴ γραφή; ἐσθῆτες Herm.Hist.2: -κόν, τό,= πρυτανεῖον, στῆσαι ἐν τῷ π. IG22.915,al.; also, receipts from πρυτανεῖα (?), ib.11 (2).287 A13 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυτανικός
-
10 στρεπτός
A easily twisted, pliant: σ. χιτών was (acc. to Aristarch.) a shirt of chainarmour or mail, Il.5.113, 21.31; σ. λύγοι pliant withes, E.Cyc. 225; σ. κάλωες twisted, Orph.A. 623;ἁρπεδόνα AP6.160
(Antip. Sid.); φλοιὸς σ. ἑλιττόμενος twisted, gnarled, Thphr.HP3.13.2;σ. κεκρύφαλοι
twined, wreathed,AP
6.219.4 (Antip.); θύσανοι ib.225 (Nicaen.); ῥυτίδες ib.5.203 (Mel.);ἐσθῆτες Diog.Oen.10
; κυμάτιον, of a moulding, LXX Ex.25.10(11), al.; τὰ σ. τῶν στύλων, τῶν γλυφῶν ib.3 Ki. 7.41.II Subst. στρεπτός, ὁ (in D.S.5.45, σ. κύκλος), collar of twisted or linked metal,χρύσεος σ. περιαυχένιος Hdt.3.20
, cf. 9.80, Pl.R. 553c, X.Cyr.1.3.2, J.AJ11.6.10:—also [full] στρεπτόν, τό, IG22.1388.28, Men.Epit. 187: pl., Plu.Art.15.2 of pastry, twist, roll, D.18.260, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.13 d, Poll.6.77: also στρεπτόν, τό, Jul.Ep. 180.III metaph., to be bent or turned, στρεπτοὶ καὶ θεοὶ αὐτοί the gods themselves may be turned (by prayer), Il.9.497;σ. φρένες ἐσθλῶν 15.203
; also σ. γλῶσσα glib, plant tongue, 20.248.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρεπτός
-
11 ἄνθινος
A of or like flowers, blooming, fresh, like ἀνθηρός: in Od.9.84 the esculent lotus is called ἄνθινον εἶδαρ, where prob. vegetable as opp. to animal food is all that is meant; ἄ. κυκεών a drink flavoured with flowers, Hp.Int.12; ἄ. ἔλαιον oil of lilies, Id. Mul.1.35;ἄ. μέλι Arist.Mir. 831b18
;ἄ. οἶνος Gal.19.81
;τριμμάτιον Sotad.Com.1.17
; ([place name] Sinope);εὐωδία Plu.2.645e
.II flowered, bright-coloured, of women's dress, ἐσθῆτες, στολή, Str.3.3.7, Plu.2.304d; τὰ ἄνθινα (sc. ἱμάτιἀ gay-coloured dresses worn by the ἑταῖραι at Athens, Phylarch.45; forbidden at religious festivals, IG11.1300 ([place name] Delos), ib.5(2).514.6 (Lycosura, ii B.C.); also of dresses worn at the Anthesteria by the Satyrs: hence τὴν φιλοσοφίαν ἄνθινα ἐνέδυσεν he clothed philosophy in motley, of Bion, who delivered his precepts in sarcastic verses, like those used in the satyric drama, Eratosth. ap. D.L.4.52, cf. Thphr. ap. Demetr. Lac.Herc.1055.15, Str.1.2.2. (On the accent v. Hdn.Gr.1.182.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄνθινος
-
12 ἔξαλλος
ἔξαλλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔξαλλος
-
13 ὁδοιπορικός
A of or for a traveller,ἐσθῆτες Plb.31.14.6
;ἵπποι Poll.1.181
: τὸ ὁ. (sc. βιβλίον) guide-book, Hieronym.Ep.8.8, Gloss. Adv. - κῶς like a traveller,ἐσταλμένος Plu.Arat.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁδοιπορικός
-
14 ἀπρεπής
ἀπρεπής, ές (s. πρέπει) lit. ‘not fitting’ pert. to not meeting a standard and therefore subject to rejection, unsuitable (fig. Thu.; Pla., Laws 788b; Epicrates Com. 11, 33 Edmonds; Lucian, Dial. Deor. 13, 1; Aelian, VH 14, 19; PTebt 765, 4; 802, 15; PAmh 142, 8; 4 Macc 6:17; Philo, Cher. 92; Jos., Ant. 18, 314, Vi. 146) lit. (Artem. 2, 3 p. 88, 6 ἀ. ἐσθῆτες) λίθοι ἀ. ἐν τ. οἰκοδομῇ stones that are not suitable for the building Hs 9, 4, 6f.—DELG s.v. πρέπω.
См. также в других словарях:
ἐσθῆτες — ἐσθής clothing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
εσθητορράφος — ἐσθητορράφος, ὁ (AM) αυτός που ράβει εσθήτες, ο ράφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσθής, ήτος + ραφος < ραφή] … Dictionary of Greek
κασωτός — κασωτός, ή, όν (Α) (για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, *κετσές («κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. ωτός (πρβλ. καστρ ωτός, ραβδ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Καρυάτιδες — Ονομασία παρθένων από τις Καρυές της Λακωνίας κατά την αρχαιότητα, οι οποίες χόρευαν σε θρησκευτικές γιορτές· επίσης, τύπος γυναικείου αγάλματος που αντικαθιστά κίονες για την υποστήριξη του θριγκού των οικοδομημάτων. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, η… … Dictionary of Greek
Καφίρ — (Kaffir). Αρχαίος λαός του Αφγανιστάν. Με την ονομασία αυτή, η οποία στην αραβική γλώσσα σημαίνει τους άπιστους, αποκαλούνταν από τους γειτονικούς μουσουλμανικούς λαούς οι κάτοικοι του Καφιριστάν, της σημερινής αφγανικής περιοχής του Νουρεστάν.… … Dictionary of Greek