-
1 εσαπην
-
2 εσάπην
σήπωmake rotten: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)σήπωmake rotten: aor ind pass 1st sg -
3 ἐσάπην
σήπωmake rotten: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)σήπωmake rotten: aor ind pass 1st sg -
4 εσάπην
αόρ. от σήπομαι -
5 σήπω
σήπω, faulmachen, in Fäulniß bringen, durch Fäulniß zu Grunde richten; ἄκανϑα ποντίου βοσκήματος σήψει παλαιὸν δέρμα, Aesch. frg. 257; ἔχιδν' ἔφυ σήπειν ϑιγοῦσ' ἂν ἄλλον, Ch. 995; u. in Prosa: Plat. Tim. 84 d; καὶ ἀπολλύναι, Theaet. 153 c; auch = gähren machen, in Gährung bringen. – Gew. im pass. σήπομαι, mit aor. II. ἐσάπην, conj. σαπήῃ, Il. 19, 27, σαπείς, u. perf. II. σέσηπα, verfaulen, verwesen, faul sein; χρὼς σήπεται, 24, 414; χρόα πάντα σαπήῃ, 19, 27; περὶ ῥινοῖο σαπείσης, Hes. Sc. 152; δοῠρα σέσηπε, Il. 2, 135; ὁ μηρὸς ἐσάπη, τοῠ μηροῠ σαπέντος, Her. 3, 66. 6, 136; Plat. Phaed. 80 d 87 e; αἷμα πατρὸς μέλαν σέσηπεν, Eur. El. 319; σεσηπυῖα τροφή, Ggstz von νεαρά, S. Emp. pyrrh. 1, 56; σεσηπὼς τὸ σκέλος, Luc. Philops. 11; Philopatr. 20 σεσημμένον γερόντιον, welche Form auch Arist. H. A. 9, 1 hat. – Auch = gähren, in Gährung gerathen, κριϑῆς ἐν ὕδατι σαπείσης, D. Hal. epit. 13, 16.
-
6 σηπω
(преимущ. pass.: pf. в знач. praes. σέσηπα, aor. ἐσάπην с ᾰ, part. pf. σεσημμένος) приводить в состояние гниения, подвергать гниению или порче, гноить, портить, разлагать(τι Aesch., Plat.)
χρὼς σήπεται Hom. — тело подвергается тлению;δοῦρα σέσηπε νεῶν Hom. — деревянные части кораблей гниют;τὰ σεσημμένα Arst. — гнойные истечения;ὑπὸ τερηδόνων σαπείς Arph. — источенный червями;σήπεσθαι ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Men. — погрязать в наслаждениях -
7 σήπομαι
(αόρ. εσάπην) гнить -
8 σήπω
A : [tense] aor. ἔσηψα ([etym.] δι-) Ael.NA9.62:— make rotten or putrid, A.Fr.l.c.; of a serpent's poison, A.Ch.l.c.; of the sting of the σήψ, Ael.NA16.40.2 metaph., corrupt, waste,αἱ ἡσυχίαι σήπουσι καὶ ἀπολλύασι Pl.Tht. 153c
;σ. τὰ τῆς πόλεως πράγματα D.H.11.37
.II mostly in [voice] Pass. ([tense] pf. σέσηπα being used in pass. sense, Il.2.135, E.El. 319, ([etym.] κατα-) Ar. Pl. 1035, ([etym.] ἀπο-) X.An.4.5.12), [tense] fut.σᾰπήσομαι Gal.7.397
, ([etym.] κατα-) Pl. Phd. 86b, ([etym.] ἀπο-) Hp.Prorrh.2.1: [tense] aor. ἐσάπην [ᾰ] Hes.Sc. 152, Hdt.2.41, 3.66, Pl.Phd. 80d; σαπήῃ ([etym.] κατα-), [dialect] Ep. subj. for σαπῇ, Il.19.27: [tense] pf. σέσημμαι prob. in POxy.1449.51 (iii A.D.):—rot, moulder, of dead bodies,χρὼς σήπεται Il.24.414
, cf. 19.27, Hdt.2.41;περὶ ῥινοῖο σαπείσης Hes.Sc. 152
; of wood,δοῦρα σέσηπε Il.2.135
; .2 of live flesh, mortify,ὁ μηρὸς ἐσάπη Hdt.3.66
;σφακελίσαντος τοῦ μηροῦ καὶ σαπέντος Id.6.136
, cf. Pl.Phd. 80d;αἷμα σέσηπεν E.El. 319
; promote coction or formation of 'laudable' pus, in [voice] Act., Hp.Morb.1.6,28.3 of water, Id.Aër.8;οἶνος.. σαπὲν ἐν ξύλῳ ὕδωρ Emp.81
.4 of the food rejected after digestion, Arist.Mete. 381b12, al.; cf.σηπτός, σῆψις 11
.5 metaph.,σ. ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Men. 23
;ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε Ep.Jac.5.2
.
См. также в других словарях:
ἐσάπην — σήπω make rotten aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) σήπω make rotten aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροσαπής — ἀκροσαπής, ὲς (Α) αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι] … Dictionary of Greek
σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από … Dictionary of Greek