Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐσάπην

См. также в других словарях:

  • ἐσάπην — σήπω make rotten aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) σήπω make rotten aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροσαπής — ἀκροσαπής, ὲς (Α) αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι] …   Dictionary of Greek

  • σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»