Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐρᾶται

См. также в других словарях:

  • ἐραταί — ἐρατός lovely fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατᾶι — ἐρατᾷ , ἐρατός lovely fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρᾶται — ἔραμαι love pres subj mp 3rd sg (doric) ἐράομαι love pres subj mp 3rd sg ἐράομαι love pres ind mp 3rd sg ἐράω 1 love pres subj mp 3rd sg ἐράω 1 love pres ind mp 3rd sg ἐράω 2 pour forth pres subj mp 3rd sg ἐράω 2 pour forth pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔραται — ἔραμαι love pres ind mp 3rd sg ἔρᾱται , ἐράομαι love pres ind mp 3rd sg (attic) εἴρω fasten together in rows perf ind mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έραμαι — ἔραμαι (Α) 1. νιώθω ερωτική επιθυμία («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῡ γυναικός», Ηρόδ.) 2. επιθυμώ υπερβολικά κάτι («ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου», Ομ. Ιλ.) 3. επιθυμώ πολύ («ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῑν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. έραμαι όσο και ο ιων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»