-
1 ἐρίπνα
ἐρίπνα, ion. ἐρίπνη, ἡ (ἐρείπω), abgerissener, jäher Felsen, οὔρειαι, Eur. El. 210, u. so oft bei sp. D., z. B. Καυκασίων οὐρέων ἐρίπναι Ap. Rh. 2, 1247, vgl. 1, 581; Ἀϑωέος Antp. Sid. 51 (VII, 748); Ael. H. A. 14, 16; übertr., jede schroffe, steile Höhe, ἐπάλξεων ἐρίπναι, schroffe Mauerzinnen, Eur. Phoen. 1168.
-
2 ἐρίπνα
ἐρίπνα, abgerissener, jäher Felsen; übertr., jede schroffe, steile Höhe, ἐπάλξεων ἐρίπναι, schroffe Mauerzinnen
См. также в других словарях:
ἐρίπναι — ἐρίπνη broken cliff fem nom/voc pl ἐρίπνᾱͅ , ἐρίπνη broken cliff fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίπνᾳ — ἐρίπναι , ἐρίπνη broken cliff fem nom/voc pl ἐρίπνᾱͅ , ἐρίπνη broken cliff fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
ερίπνη — ἐρίπνη και ἐρίπνα, ἡ (Α) 1. απότομος βράχος, γκρεμός 2. φρ. «ἐπάλξεων ἐρίπναι» τα άκρα τών επάλξεων ή οι πύργοι πάνω από τις επάλξεις (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπω, με τη μηδενισμένη βαθμίδα (εριπ ) τού θέματος] … Dictionary of Greek
ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… … Dictionary of Greek