-
1 εριθακος
v. l. ἐριθακός ὅ эритак (птица, способная перенимать человеческую речь) Arst. -
2 ερίθακος
-
3 ἐρίθακος
-
4 ἐρίθακος
ἐρίθακος, ὁ, ein Vogel, der wie die Papageien u. Elstern sprechen lernte, Arist. H. A. 9, 49, auch ἐριϑεύς.
-
5 ἐρίθακος
ἐρίθᾰκος, ὁ,A robin-redbreast, Erithacus rubecula, Arist.HA 592b22, Gp.15.1.22, etc.; cf. ἐριθεύς, ἐρίθυλος:—the bird described as imitative by Porph.Abst.3.4 must be different.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίθακος
-
6 ἐρίθακος
ἐρίθακος, ὁ, ein Vogel, der wie die Papageien u. Elstern sprechen lernte -
7 ἐρίθακος
Grammatical information: m.Meaning: name of a bird, prob. `robin-redbreast, Erithacus rubecula' (Arist.), s. Thompson Birds s. v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: From ἔριθος s.v., but DELG asks `why?' See Bosshardt, Nomina auf - ευς 67ff. and Thompson, Birds s.v.Page in Frisk: 1,558Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρίθακος
-
8 erithacus
erithacus, ī, m. (ερίθακος), ein uns unbekannter Vogel, der wie Raben, Papageien usw. sprechen lernte, Plin. 10, 86.
-
9 ἐρίθυλος
-
10 ἐρῑθεύς
-
11 εριθάκους
-
12 ἐριθάκους
-
13 ερίθακοι
-
14 ἐρίθακοι
-
15 erithacus
erithacus, ī, m. (ερίθακος), ein uns unbekannter Vogel, der wie Raben, Papageien usw. sprechen lernte, Plin. 10, 86.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > erithacus
-
16 αἴσακος
αἴσακος, ὁ,A branch of myrtle or laurel, handed by one to another at table as a challenge to sing, Plu.2.615b, Hsch.II = ἐριθακός, EM38.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴσακος
-
17 δάνδαλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάνδαλος
-
18 ἐριθεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριθεύς
-
19 ἐρίθυλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίθυλος
-
20 αἴσακος
Grammatical information: ?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Acc. to EM 38, 49 it indicates the bird ἐρίθακος. Etym. unknown. Pre-Greek (Anatolian) Nehring Glotta 14, 183; Krause KZ 67, 214 m. A. 4. Note αἰ-, intervoc. σ, and - ακ-. S. αἰσάλων.Page in Frisk: 1,44-45Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἴσακος
См. также в других словарях:
ερίθακος — ἐρίθακος, ὁ (AM) Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης) 2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα … Dictionary of Greek
ἐρίθακος — robin redbreast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθάκους — ἐρίθακος robin redbreast masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίθακοι — ἐρίθακος robin redbreast masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίθυλος — ἐρίθυλος, ὁ (Α) ο ερίθακος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερίθακος*] … Dictionary of Greek
εριθεύς — ἐριθεύς, ὁ (Α) ο ερίθακος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερίθακος*] … Dictionary of Greek
έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… … Dictionary of Greek