Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐρήμων

См. также в других словарях:

  • ἐρημῶν — ἐρημάζω to be left lonely fut part act masc voc sg ἐρημάζω to be left lonely fut part act neut nom/voc/acc sg ἐρημάζω to be left lonely fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐρημόω strip bare pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐρημόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρήμων — ἐρή̱μων , ἐρῆμος desolate fem gen pl ἐρή̱μων , ἐρῆμος desolate masc/neut gen pl ἐρή̱μων , ἐρῆμος desolate masc/fem/neut gen pl (attic) ἐρημόω strip bare imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρημόω strip bare imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αλόξυλο — (haloxylo). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών. Είναι φυτά ιθαγενή της δυτικής Ευρώπης και της Ασίας, με στενά νηματοειδή φύλλα και πρασινωπά άνθη. Τα σπουδαιότερα είδη είναι το α. το σαλικόρνιο, μικρό δέντρο των… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • αμμοθύελλα — Φαινόμενο της ερήμου που χαρακτηρίζεται από τη μεταφορά τεράστιων ποσοτήτων άμμου και σκόνης σε μεγάλες αποστάσεις και με ταχύτητα μέχρι και 60 70 χλμ. την ώρα. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να οφείλεται στους ιδιαίτερα ισχυρούς ανέμους που φυσούν στο …   Dictionary of Greek

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

  • ημιέρημος — η οικολ. περιοχή που βρίσκεται στις παρυφές τών ερήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semidesert] …   Dictionary of Greek

  • κάμηλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»