Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐρωή

См. также в других словарях:

  • ερωή — ἐρωή, ἡ (Α) 1. γρήγορη κίνηση, ορμή, δύναμη («δουρὸς ἐρωή» η βολή τού δόρατος, Ομ. Ιλ.) 2. διέγερση, επιθυμία («γαστρὸς ἐρωή», Οππ.) 3. αποχώρηση, αποχή από κάτι, ησυχία («πολέμου ἐρωή» αποχή από τον πόλεμο, Ομ. Ιλ.) 4. διαφυγή, σωτηρία («οὐ γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • ἐρωή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωῇ — ἐρωέω rush pres subj mp 2nd sg ἐρωέω rush pres ind mp 2nd sg ἐρωέω rush pres subj act 3rd sg ἐρωή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρῴη — ἐράω 1 love pres opt act 3rd sg ἐράω 2 pour forth pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωῆι — ἐρωῇ , ἐρωέω rush pres subj mp 2nd sg ἐρωῇ , ἐρωέω rush pres ind mp 2nd sg ἐρωῇ , ἐρωέω rush pres subj act 3rd sg ἐρωῇ , ἐρωή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωαῖς — ἐρωή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωήν — ἐρωή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ere-s-2 (ers-, r̥s-, eres-), and rē̆ s-, rō̆ s- —     ere s 2 (ers , r̥s , eres ), and rē̆ s , rō̆ s     English meaning: to flow     Deutsche Übersetzung: “fließen”; von lebhafter Bewegung ũberhaupt, also “umherirren” and “aufgebracht, aufgeregt sein”     Material: 1. O.Ind. rása ḥ “juice,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • роса — укр., блр. роса, ст. слав. роса δρόσος, ὄμβρος (Супр.), болг. роса, сербохорв. ро̀са, вин. ро̏су, словен. rosa, чеш., слвц., польск. rоsа, в. луж., н. луж. rоsа. Родственно лит. rasà, вин. rãsą роса , лтш. rаsа, др. инд. rasā ж. влажность,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ερωώ — ἐρωῶ, έω (Α) 1. ρέω, χύνομαι ορμητικά, αναβλύζω («αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί», Ομ. Οδ.) 2. υποχωρώ μπροστά σε κάτι, αποσύρομαι, ενδίδω («ἐρωῆσαι πολέμοιο») 3. εγκαταλείπω, αφήνω 4. αποτρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. συγγενές αλλ’ όχι παράγωγο τού ερωή* …   Dictionary of Greek

  • λικμητήρας — ο, θηλ. λικμήτειρα (Α λικμητήρ, ῆρος) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής («πνοιῇ ὕπο λιγηρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. το θηλ. η λικμήτερα λιχνιστική μηχανή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»