-
21 ἐρωτικόν
-
22 ερωτικώτατα
-
23 ἐρωτικώτατα
-
24 ερωτικώτατον
-
25 ἐρωτικώτατον
-
26 μεθυστικός
μεθυστικός, zum Berauschen, zur Trunkenheit gehörig, geneigt, nach Phryn. p. 151 statt μέϑυσος von Männern zu brauchen; μεϑ. καὶ ἐρωτικός vrbdt Plat. Rep. IX, 573 c; ἁρμονία, Arist. pol. 8, 7.
-
27 ἐρωτιάς
-
28 ἐρωτητικός
ἐρωτητικός, im Fragen erfahren, Plat. Crat. p. 398 e, richtiger als die v. l. ἐρωτικός.
-
29 ἐρόεις
ἐρόεις, εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig, Θαλίη Hes. Th. 254; σπείων ἐροέντων H. h. Ven. 264; φυὴν ἐρόεσσαν, von der Lyra, h. Merc. 31; λειμών Ar. Av. 246; Eur. fr. inc. 102; sp. D., ἐρόεις Ἑλένης τύπος Arab. 5 ( Plan. 149); = ἐρωτικός, Mus. 145.
-
30 μεθυστικος
31) склонный к пьянству, любящий выпить(μ. καὴ ἐρωτικός Plat.; φίλοινος καὴ μ. Plut.)
2) опьяняющий, пьянящий(ἁρμονία Arst.)
-
31 ερωτάρικος
η, ο см. ερωτικός -
32 ἔρως
ὁ ἔρως, ωτος любовь; желание (-> ἐρωτικός эротический, любовный) -
33 ερωτική
-
34 ἐρωτικῇ
-
35 ερωτικής
-
36 ἐρωτικῆς
-
37 ερωτικαίς
-
38 ἐρωτικαῖς
-
39 ερωτικαί
-
40 ἐρωτικαί
См. также в других словарях:
ἐρωτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… … Dictionary of Greek
ερωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στον έρωτα ή τους ερωτευμένους. 2. αυτός που εκφράζει έρωτα ή που ασχολείται μ αυτόν: Ερωτική επιστολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ερωτικός, Θεόφιλος — (11ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ο Ε., επικεφαλής βυζαντινών στρατευμάτων, επιχείρησε να καταστείλει επανάσταση στη Σερβία, αλλά αποκρούστηκε το 1040 από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Βοϊσθλαύο. Το 1043 διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’… … Dictionary of Greek
ἐρωτικά — ἐρωτικός of neut nom/voc/acc pl ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc/acc dual ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτερον — ἐρωτικός of adverbial comp ἐρωτικός of masc acc comp sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικῶν — ἐρωτικός of fem gen pl ἐρωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικόν — ἐρωτικός of masc acc sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτατα — ἐρωτικός of adverbial superl ἐρωτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτατον — ἐρωτικός of masc acc superl sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικαῖς — ἐρωτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)