-
1 ερωτικός
-
2 ἐρωτικός
-
3 ἐρωτικός
A of or caused by love, ὀργή, λύπη, Th.6.57,59 ; ἐ. ξυντυχία a love-affair, ib.54 ; ἐ. λόγος a discourse on love, Pl.Phdr. 227c ; ἐ. μέλος a love song, Bion 2.2 ;περὶ ἐ. αἰτίαν Arist.Pol. 1303b22
;ἐ. ἀρετή Phld.D.3
Fr.76 ;ἐ. δυνάμεις Ph.2.481
;δεινὸς περὶ τὰ ἐ. Pl.Smp. 193e
, al.;τοῖς περὶ τὰς γυναῖκας ἐρωτικοῖς ἔνοχος Plu.Cim. 4
; also, = Ἐρωτίδια, Plu.2.748f ; ἡ -κή (sc. φιλία), Arist.EN 1164a3.II of persons, amorous, Pl.R. 474d, Arist.EN 1156b1, Theoc. 14.61, etc. ;περὶ τὰ εὐμορφότατα Luc.Dom.2
: [comp] Comp.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτικός
-
4 ερωτικός
1) amatory2) amorousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ερωτικός
-
5 ταρωτίκ'
ἐρωτικά, ἐρωτικόςof: neut nom /voc /acc plἐρωτικά̱, ἐρωτικόςof: fem nom /voc /acc dualἐρωτικά̱, ἐρωτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐρωτικέ, ἐρωτικόςof: masc voc sgἐρωτικαί, ἐρωτικόςof: fem nom /voc pl -
6 τἀρωτίκ'
ἐρωτικά, ἐρωτικόςof: neut nom /voc /acc plἐρωτικά̱, ἐρωτικόςof: fem nom /voc /acc dualἐρωτικά̱, ἐρωτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐρωτικέ, ἐρωτικόςof: masc voc sgἐρωτικαί, ἐρωτικόςof: fem nom /voc pl -
7 ερωτικά
ἐρωτικόςof: neut nom /voc /acc plἐρωτικά̱, ἐρωτικόςof: fem nom /voc /acc dualἐρωτικά̱, ἐρωτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 ἐρωτικά
ἐρωτικόςof: neut nom /voc /acc plἐρωτικά̱, ἐρωτικόςof: fem nom /voc /acc dualἐρωτικά̱, ἐρωτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 ερωτικώτερον
ἐρωτικόςof: adverbial compἐρωτικόςof: masc acc comp sgἐρωτικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
10 ἐρωτικώτερον
ἐρωτικόςof: adverbial compἐρωτικόςof: masc acc comp sgἐρωτικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
11 ερωτικών
-
12 ἐρωτικῶν
-
13 ερωτικόν
-
14 ἐρωτικόν
-
15 ερωτικώτατα
-
16 ἐρωτικώτατα
-
17 ερωτικώτατον
-
18 ἐρωτικώτατον
-
19 ερωτική
-
20 ἐρωτικῇ
См. также в других словарях:
ἐρωτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… … Dictionary of Greek
ερωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στον έρωτα ή τους ερωτευμένους. 2. αυτός που εκφράζει έρωτα ή που ασχολείται μ αυτόν: Ερωτική επιστολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ερωτικός, Θεόφιλος — (11ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ο Ε., επικεφαλής βυζαντινών στρατευμάτων, επιχείρησε να καταστείλει επανάσταση στη Σερβία, αλλά αποκρούστηκε το 1040 από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Βοϊσθλαύο. Το 1043 διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’… … Dictionary of Greek
ἐρωτικά — ἐρωτικός of neut nom/voc/acc pl ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc/acc dual ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτερον — ἐρωτικός of adverbial comp ἐρωτικός of masc acc comp sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικῶν — ἐρωτικός of fem gen pl ἐρωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικόν — ἐρωτικός of masc acc sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτατα — ἐρωτικός of adverbial superl ἐρωτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτατον — ἐρωτικός of masc acc superl sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικαῖς — ἐρωτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)