-
1 ζευγος
- εος (ους) τό1) парная запряжка(βοεικόν Thuc.; βοῶν NT.)
ἀροτῆρες ζεύγεα ἐλάστρεον Hom. — пахари погоняли (своих) запряженных волов2) запряженная парой повозка(ἐπὴ ζευγέων ἐλαύνειν Her.)
τινὰ ζεύγεϊ κομισθῆναι Her. — повезти кого-л. на повозке;λευκὸν ζ. Dem. — повозка, запряженная белыми конями3) иногда вообще запряжкаζ. τέθριππον Aesch. — квадрига;
ἢ ξυνωρίδι ἢ ζεύγει (= τεθρίππῳ) νενικηκέναι Plat. — одержать победу (в состязании) бигой или квадригой4) пара, два (двое)(ἱρήκων Her.; ἀετῶν Arst.)
πεδέων χρυσέων δύο ζεύγεα Her. — две пары золотых цепей;ζ. Ἀτρειδῶν Aesch. — двое Атридов (оба Атрида);ζ. φιλίας Plut. — пара друзей;ζ. ἐμβάδοιν Arph. — пара башмаков5) чета(ἑρωτικόν Luc.)
ζ. τριπάρθενον Eur. — три девы, т.е. Хариты
-
2 παθος
- εος τό1) событие, происшествие, случайτὰ ἐμὰ πάθη Plat. — то, что со мной случилось;
πᾶν τὸ συντυχὸν π. Soph. — все это событие2) несчастье, беда(τὰ ἀνθρωπήϊα πάθη Her.; ὅ χῶρος οὗτος, οὗ τόδ΄ ἦν π. Soph.)
μετὰ τὸ τῆς θυγατρὸς π. Her. — после несчастья с дочерью, т.е. после смерти дочери3) испытываемое воздействие, испытаниеἔργα καὴ πάθη Plat. — содеянное и (самим) испытанное;
τὸ δρᾶμα τοῦ πάθους πλέον Aesch. — сделанное больше того, что пришлось испытать, т.е. преступление больше наказания;ποίνιμα πάθεα παθεῖν Soph. — понести наказания4) впечатление, ощущение, восприятие(τῶν ὀμμάτων Plat.)
5) поражение, разгром(π. μέγα πεπονθέναι Her.)
6) страдание, болезнь Arst.δυσεντερικὰ πάθη Diog.L. — кишечные заболевания
7) страсть, волнение, возбуждение, аффект(ἐρωτικόν Plat.)
διὰ πάθους Thuc. — страстно;π. ποιεῖν Arst. — возбуждать страсти, волновать8) перемена, изменение, явление, процесс(τὰ οὐράνια и τὰ περὴ τὸν οὐρανὸν πάθη Plat.)
τὰ συμβεβηκότα πάθη τοῖς μεγέθεσι Arst. — изменения, происходящие в области (геометрических) величин;π., ὃ καλοῦμεν σεισμόν Arst. — явление, которое мы называем землетрясением9) филос. свойство, признак, состояние(π. λέγεται ποιότης, καθ΄ ἣν ἀλλοιοῦσθαι ἐνδέχεται Arst.)
10) грам. изменение слова (падежное, личное и т.п.), т.е. флексия
См. также в других словарях:
ἐρωτικόν — ἐρωτικός of masc acc sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Marinos Phalieros — Marinos Phalieros, auch Marinos Falieros (griechisch Μαρίνος Φαλιέρος) ist ein bisher nicht sicher identifizierter venezianisch kretischer Dichter des 15. oder 16. Jahrhunderts, also aus der Zeit der Venetokratie, der venezianischen… … Deutsch Wikipedia
πολύποθος — ον, Μ αυτός που εκφράζει σφοδρό πόθο («ἀηδόνιν μου πολύποθον, ἐρωτικόν μου ἀηδόνιν», Διήγ. Αχιλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόθος (πρβλ. κρυψί ποθος)] … Dictionary of Greek
υποστέναγμα — άγματος, τὸ, Μ [ὑποστενάζω] μικρός στεναγμός («ἐρωτικὸν ὑποστέναγμα», Ευμάθ.) … Dictionary of Greek
Κατακουζηνός, Αλέξανδρος — (Τεργέστη 1824 – 1892). Μουσικός και ποιητής. Σπούδασε μουσική στη Βιέννη και στην Αθήνα. Εργάστηκε ως διευθυντής χορωδιών στη Βιέννη και στην Οδησσό μέχρι το 1970, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου οργάνωσε τη χορωδία των Ανακτόρων, δίδαξε… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Σικελιώτης — (τέλη 9ου – αρχές 10ου αι. μ.Χ.). Βυζαντινός λόγιος. Ήταν μαθητής και φίλος του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ του Σοφού και έγραψε διάφορα ποιήματα στα οποία κυριαρχούν τα ανακρεόντεια μέτρα. Τα κυριότερα από αυτά είναι τρία ποιήματα που απευθύνονται… … Dictionary of Greek
Στίλερ, Μόριτζ — (Stiller). Σουηδός σκηνοθέτης του κινηματογράφου και παραγωγός (Ελσίνκι 1883 Στοκχόλμη 1928). Εβραιοπολωνικής καταγωγής, ο Σ. ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ηθοποιός στη Φιλανδία και αργότερα στη Σουηδία για να μεταπηδήσει, το 1912, στον… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek