-
1 ερραίσθη
-
2 ἐρραίσθη
-
3 ῥαίω
ῥαίω, poet. subj.Aῥαίῃσι Od.5.221
: [tense] fut. ῥαίσω ([etym.] διαρ-) 2.49; [dialect] Ep. inf. ῥαισέμεναι (v.l. ῥαίσεσθαι) 8.569: [tense] aor. ἔρραισα, subj.ῥαίσῃ 23.235
:— [voice] Pass., [tense] fut. (in med. form) ῥαίσομαι ([etym.] διαρ-) Il.24.355: [tense] aor.ἐρραίσθην 16.339
:—break, shiver, shatter, ῥ. νῆα wreck a ship, Od.8.569, 13.151, 23.235; ῥ. τινά cause one to suffer shipwreck, 5.221:—in [voice] Pass., ῥαιόμενος suffering shipwreck, 6.326;νηῦς ῥαισθεῖσα A.R.2.1112
; also φάσγανον ἐρραίσθη it was shivered, Il.16.339; τῷ κέ οἵ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος.. ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ his brain would be dashed on the ground throughout the cavern, Od.9.459; so αἰὼν δι' ὀστέων ἐρραίσθη the marrow spurted through the bones, Pi.Fr. 111. -
4 αἰών
αἰών (ὁ, ἡ. αἰών, -ῶνος, -ῶνα)a span, course of lifeαἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος O. 2.10
ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα O. 2.67
μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς O. 9.60
αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε P. 3.86
τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ P. 4.186
κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο P. 5.7
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.8
ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.75
ἐκ πόνων δ' τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
ἐπεὶ τούτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τοὐρανῷ, εἵλετ' αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.59
αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν I. 3.18
ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.42
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον existence fr. 131b. 2. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (sc. a Dryad nymph.) fr. 165.b marrow αἰὼν δὲ δἰὀστέων ἐρραίσθη fr. 111. 5. -
5 διά
1 prep. c. acc.a on account ofπολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές P. 2.20
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
ὑφ' ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται I. 5.6
b through (the midst of)παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 4.41
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23
c through, by the agency of κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν ( τῇ τῶν θεῶν εὐμενείᾳ. Σ. cf. v. 6.: = ἕκατι Wil., SBB, 1909, 828̆{1}) I. 5.112 prep. c. gen.a through of movementχερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν P. 3.57
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν N. 6.64
ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26
]διὰ θυρᾶν ἐπειδ[ Pae. 20.7
ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν δἰ ἑρκέων (supp. Lobel, qui διερκέων legi posse putat) fr. 169. 29.b throughout, in, amongμηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἀμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δἰ αἰθέρος O. 1.6
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37
αἰὼν δὲ δἰ ὀστέων ἐρραίσθη fr. 111. 5.c through, by means ofαὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
3a in tmesis. διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι v.διαδατέομαι O. 7.75
b fragg. < δια> e Σ supp. Snell Πα. 1. 1. ]ας δἰ αἰθ[ερ dub. P. Oxy. 2445. 5. -
6 ὀστέον
ὀστέον (-έων, -έα.)1 bone “ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ” P. 8.53 αἰὼν δὲ δἰ ὀστέων ἐρραίσθη fr. 111. 5. “καὶ τότ ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” (of Herakles, devouring the ox of Koronos) fr. 168. 5. δια- λεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]λτ;εγτ;ικομένων (supp. Lobel) fr. 169. 25. -
7 ῥαίω
1 shatter αἰὼν δὲ δἰ ὀστέων ἐρραίσθη (codd.: ἐραίσθη Christ) fr. 111. 5. -
8 καυλός
καυλός, ὁ,A stem of a plant (opp. στέλεχος, of trees, Thphr.HP1.1.9), Epich.158, Ar.Eq. 824 (anap.); κ. σιλφίου ib. 894; ἢ σίλφιον ἢ ὀπὸςἢ κ. Hp.Acut.37
; calledἐκ Κυρήνης κ. Hermipp.63.4
;κ. ἐκ Καρχηδόνος Eub.19
;κ. Λίβυς Antiph.217.13
, cf. 325; (pl., i B.C.), cf. Dsc.2.120, Archig. ap. Gal.13.331.2 Hom. (only in Il.), spear-shaft,ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ Il.13.162
; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος ib. 608; once of a sword-hilt, .3 of various tubular structures in animals, πτεροῦ καυλός quill part of a feather, Pl.Phdr. 251b, cf. Arist. HA 504a31; neck of the bladder, ib. 497a20; duct of the penis, ib. 510a26; cervix uteri, ib. 510b11; ovipositor of locusts, ib. 555b21.II vegetable of the cabbage kind, cole, kail, cauliflower, Alex.127.5, Anaxandr.41.58 (pl.), Eub.7.3 (pl.).III membrum virile, Hp.Int.14, D.S.32.11, Gal.UP14.12, Ruf.Onom. 101, etc. (Cf. Lat.caulus, caulis, Lith. kaáulas 'bone'.) -
9 ῥαίω
ῥαίω, fut. inf. ῥαισέμεναι, aor. subj. ῥαίσῃ, inf. ῥαῖσαι, pass. pres. opt. ῥαίο- ιτο, aor. ἐρραίσθη: shatter, dash (in pieces), πρὸς οὔδεϊ, Od. 9.459; ‘wreck,’ Od. 6.326, Od. 5.221.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥαίω
См. также в других словарях:
ἐρραίσθη — ῥαίω break aor ind pass 3rd sg ἐρρᾱίσθη , ῥαίζω grow easier aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek