-
1 ἐρι-βρεμής
ἐρι-βρεμής, ές, dasselbe, Ep. ad. (VI, 344).
-
2 ἐριβρεμέτης
ἐρι-βρεμέτης, ὁ, u. ἐρι-βρεμής, ές, der laut tosende, donnernde Zeus; λέων, laut brüllend; αὐλός, laut schallend
См. также в других словарях:
εριβρεμής — ἐριβρεμής, ές (Α) βλ. ερίβρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βρεμής (< βρέμω)] … Dictionary of Greek