-
1 ἐρι-βρεμέτης
ἐρι-βρεμέτης, ὁ, der laut tosende, donnernde Zeus, Il. 13, 624 u. sp. D.; λέων, laut brüllend, Pind. I. 3, 64; Aeschylus, Ar. Ran. 814; αὐλός, laut schallend, Archi. 4 (VI, 195), u. ä. sp. D.
-
2 ἐριβρεμέτης
ἐρι-βρεμέτης, ὁ, u. ἐρι-βρεμής, ές, der laut tosende, donnernde Zeus; λέων, laut brüllend; αὐλός, laut schallend
См. также в других словарях:
εριδρεμέτης — ἐριβρεμέτης, ὁ (Α) 1. (κυρίως για τον Δία) αυτός που βροντά ισχυρά («ἐριβρεμέτης Ζεύς») 2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐριβρεμέται λέοντες») 3. (κυρίως για μουσικό όργανο) αυτός που ηχεί ισχυρά («ἐριβρεμέτης αὐλός», Αρχίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι… … Dictionary of Greek