Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐρινασμός

См. также в других словарях:

  • ἐρινασμός — caprification masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερινασμός — ο (AM ἐρινασμός) [ερινάζω] (γεωπ.) η τεχνητή γονιμοποίηση ήμερης συκιάς με την ανάρτηση στα κλαδιά της καρπών άγριας συκιάς, κν. όρνισμα ή ρίνιασμα …   Dictionary of Greek

  • ἐρινασμοῦ — ἐρινασμός caprification masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινασμῶν — ἐρινασμός caprification masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινασμῷ — ἐρινασμός caprification masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινασμόν — ἐρινασμός caprification masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερίνιασμα — και όρνιασμα, το ο ερινασμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερινιάζω, βλ. λ. ερινάζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»