-
1 σφαραγέομαι
Grammatical information: v.Meaning: `crackle, sizzle' (ι 390), `teem, be full unto bursting' (ι 440).Other forms: only ipf. σφαραγεῦντο; also σφαραγίζω in ἐσφαράγιζον `excited (with noise)' (Hes. Th. 706), -ίζει βροντᾳ̃, ταράττει, ψοφεῖ H.;Derivatives: σφάραγος = ψόφος H., further only as 2. member, e.g. ἐρι- σφαραγέομαι `with loud noise' (h. Merc. a.o.), βαρυ- σφαραγέομαι `with dull noise' (Pi.).Etymology: Old inherited soundword (on the formation cf. σμαραγέω) with near cognates in Skt. sphū́rjati, -áyati `crackle, drone', Balt., e.g. Lith. sprag-ù, ė́ti `crackle, creak', Germ., e.g. OE sprecan, OHG sprehhan `spreak' etc.; besides in the sense of `(with bang) burst, break up etc.' Skt. sphū́rjati `break up', Balt., e.g. Lith. spróg-stu, -ti `break up, burst, but', to which also σπαργάω; s. v. w. lit. a. further forms. After Hiersche Ten. aspiratae 198ff. σφαρα-γέομαι, ( ἐρι) - σφάραγος would be old defigurements of σμαραγέω, ( ἐρι)-σμάραγος resp. σπαργέω, - άω(?). -- Cf. σφραγίς.Page in Frisk: 2,828Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφαραγέομαι
-
2 σμαραγέω
Grammatical information: v.Other forms: Aor. - ῆσαιCompounds: As 2. member (directly referring to the verb) in ἐρι-σμάραγος `droning loudly' (Hes. of Ζεύς, late also of θάλασσα a. o.), also πολυ-, βαρυ-, ἁλι-σμάραγος a. o. (Opp., Nonn.). Also σμαραγίζω `id.' (Hes. Th. 693), σμαράσσω (EM), μαράσσω (Erot.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Onomatopoet. like λαλαγέω, παταγέω, σφαραγέομαι, ῥαθαγέω a. o. with λαλαγή, πάταγος, σφάραγος, ῥάθαγος a. o.; σμαράσσω like πατάσσω, ῥαθάσσω a. o. -- Improbable hypothesis on the origin (reformation of σφαραγέομαι after ( σ)μάραγνα `whip') by Güntert Reimwortbild. 159. -- Furnée 227 considers σφάραγος as a variant (with φ\/μ) and so takes the two words as Pre-Greek.Page in Frisk: 2,747Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμαραγέω
См. также в других словарях:
μεγαλοσμάραγος — μεγαλοσμάραγος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σμαραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, βροντώ»), πρβλ. ερι σμάραγος, φιλο σμάραγος] … Dictionary of Greek
ερισμάραγος — ἐρισμάραγος, ον (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο Διός», Ησίοδ.) 2. (για την αστραπή) («ἐρισμάραγος ἀστραπή», Λουκιαν.) 3. γεν. αυτός που ηχεί δυνατά («ἐρισμάραγος θάλασσα», Μουσαί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) +… … Dictionary of Greek
σφαραγούμαι — έομαι, Α 1. (για κρέας ή κάτι υγρό που ρίχνεται στη φωτιά) τσυρίζω, τσυτσυρίζω 2. είμαι υπερβολικά γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. δηλωτικός θορύβου που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek