-
1 έρημ'
ἔρημαι, ἐράομαιlove: pres ind mp 1st sgἔρη̱μα, ἐρῆμοςdesolate: neut nom /voc /acc pl (attic)ἔρη̱με, ἐρῆμοςdesolate: masc /fem voc sg (attic) -
2 ἔρημ'
ἔρημαι, ἐράομαιlove: pres ind mp 1st sgἔρη̱μα, ἐρῆμοςdesolate: neut nom /voc /acc pl (attic)ἔρη̱με, ἐρῆμοςdesolate: masc /fem voc sg (attic) -
3 ἐρημάζω
A to be left lonely, go alone, ἐρημάζεσκον (Iterat.) Theoc.22.35, cf. AP7.315 (Zenod. or Rhian.):—also in [voice] Med., Satyr. Vit.Eur.Fr.39 xxi8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρημάζω
-
4 ἐρημάς
-
5 ἐρημαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρημαῖος
-
6 ἐρήμη
-
7 ἐρημία
ἐρημ-ία, ἡ,I of places, a solitude, desert, wilderness, Hdt.3.98, A.Pr.2, etc. ;ἡ Σκυθῶν ἐ. Ar.Ach. 704
;ἀφίκετ' εἰς ἐ. Id.Lys. 787
; ἕρπει εἰς τὰς ἐρημίας to solitary places, Arist.HA 610b24, etc.II as a state or condition, solitude, loneliness, ἐρημίαν ἄγειν, to keep alone, E.Med.50 ;μονάδ' ἔχουσ' ἐ. Id.Ba. 609
(troch.) ;ἐρημίας τυχών Id.El. 510
; ; of persons, isolation, destitution, S.OC 957, Lys.18.25 ;πολλὴν ἡμῶν ἐ. καταγνόντες Is.1.2
; δι' ἐρημίαν from being left alone, Th.1.71, cf. 3.67 ;ἐρημίας ἐπειλημμένοι D.3.27
;εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐ. Men.39
.b of places, desolation,ἐρημίᾳ δοῦναί τι E.Tr.97
; ἐρημία..πόλιν ὅταν λάβῃ ib.26 ;ἀτριβὴς ὑπ' ἐρημίας Th.4.8
.2 c. gen., want of, absence,φίλων X.Mem. 2.2.14
; ἀρσένων, βροτῶν, ἀνδρῶν, E.Hec. 1017,Ba. 875 (lyr., pl.), Th. 6.102 ; (lyr.), etc. ; δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος without finding any enemy, X.HG3.4.21 ; τὴν ἐ. τῶν κωλυσόντων ὁρῶν seeing that there would be none to hinder him, D.4.49 ; ἐ. σώματος, = κενόν, Zeno Stoic.1.26 ; even ἐ. κακῶν freedom from evil, E. HF 1157. -
8 ἐρημικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρημικός
-
9 ἐρημίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρημίτης
-
10 ἐρημόω
A strip bare, desolate, lay waste,ἱερὰ θεῶν Th.3.58
;τὴν χώραν And.3.21
; ;ὁ κτίζων καὶ ἐρημῶν θεός POsl. 1.105
:—[voice] Pass.,ἐρημωθείσης Κρήτης Hdt.7.171
;πόλεις ἠρημώθησαν Th.1.23
;μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη ὁ τοσοῦτος πλοῦτος Apoc.18.17
.II bereave one of a thing, c. dupl. acc.,ἐ. τινὰ εὐφροσύνας μέρος Pi.P.3.97
: c. acc. et gen.,ἀνδρῶν ἐ. ἑστίαν Id.I.4(3).17
; ἐ. ναυβατῶν ἐρετμά to leave the oars without men, E.Hel. 1609 ; ἑαυτὸν ἐρημοῖς (sc. φίλων) Pl.Alc.39:—[voice] Pass., to be bereft of,ἀνδρῶν Hdt.1.164
;συμμάχων Id.7.174
;Μίλητος Μιλησίων ἠρήμωτο Id.6.22
;ἄρσενος θρόνου A.Ag. 260
; ; left without,X.
Eq. Mag.4.18.2 set free, deliver from, (lyr.);Ἀσίαν Περσικῶν ὅπλων Plu.Cim.12
:—[voice] Pass., being free from..,Pl.
Ti. 66e.III abandon, desert,ἑὸν χῶρον Pi.P.4.269
;τάξιν ἠρήμου θανών A.Pers. 298
, cf. E.Andr. 314, Pl.Lg. 865e ; ἐ. Συρακούσας to evacuate it, Th.5.4 ; τόνδ' ἐρημώσασ' ὄχον having left it empty, by stepping out of it, A.Ag. 1070:—[voice] Pass.,[πόλιν] ἐρημοῦσθαι ὑπὸ τῶν πατρικίων D.H.11.9
.IV leave alone, keep isolated, A.Supp. 516, E.Med.90:—[voice] Pass., being isolated from..,Hdt.
4.135. -
11 ἐρήμωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρήμωσις
-
12 ἐρημωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρημωτής
-
13 έρημος
η, ο [ος, ον ] 1.1) лишённый (друзей и т. п.);έρημ από συντρόφους — лишённый товарищей;
μόνος κι' έρημος — один-одинёшенек;
2) одинокий, покинутый, опустелый; заброшенный;έρημο σπίτι — заброшенный дом;
3) безлюдный, пустынный, необитаемый;έρημη ακρογιαλιά — пустынный берег;
4) перен. несчастный, обездоленный;5) превращённый в пустыню, опустошённый, разорённый;στην έρημη γη — в опустошённой земле;
§ τα έρημα τα ξένα — проклятая чужбина;
ο φόβος φυλάει τα ερ(η)μα погов, страх (перед законом) — лучший сторож;2. (η) пустыня -
14 ἐρηρέδαται
A v. ἐρείδω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρηρέδαται
-
15 ἐρῆμος
Meaning: `lonely, uninhabited, deserted', of places and things, people and animals (Il.);Compounds: also in compp., e. g. ἐρημο-νόμος `living in loneliness' (A. R.), late. As 2. member in παν-, φιλ-, ὑπ-έρημος a. o.Derivatives: Poetical derivv. ἐρημ-αῖος (Emp., A. R.; cf. Chantraine Formation 49), - εῖος (Mykonos); f. ἐρημάς (Man.; Chantraine 354f.). Abstract ἐρημία `loneliness, solitude, lack' (Ion.-Att.) with ἐρημίτης, ἐρημικός `id.' (LXX). Denomin. verbs ἐρημόομαι, - όω `become or make desolate, destroyed, looted' (Pi., Ion.-Att.) with ἐρήμωσις (LXX), ἐρημωτής (AP); also with prefix ἀπ-, ἐξ-, κατ-, with ἀπέρημος (Sch.; cf. Strömberg Prefix Studies 45). ἐρημάζω `live in solitude' (Thphr.).Etymology: Uncertain. One compares Lat. rēte `net', rārus `loose, thin, rare', Skt. r̥-té `with exception of, without'; s. W.-Hofmann and Mayrhofer Wb. s. vv.; also Pok. 332f. - The Greek form requires *h₁re̥h₁mos (zero grade would have given two short vowels, cf. ὄνομα); this would agree with Lith. (yrù) ɨ̀rti `dissolve onself, separate'. Lat. rārus \< *h₁r̥h₁ro-; rēte can be * h₁reh₁-t-; Beekes, Devel. 36.Page in Frisk: 1,557Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρῆμος
См. также в других словарях:
ἔρημ' — ἔρημαι , ἐράομαι love pres ind mp 1st sg ἔρη̱μα , ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl (attic) ἔρη̱με , ἐρῆμος desolate masc/fem voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Malamirovo Inscription — Malamirovo or Hambarli Inscription is a Bulgarian Greek inscription of around 813 AD, commemorating Bulgarian victories of Krum over the Byzantines, now preserved in the Varna Archaeological Museum. Contents 1 Text 1.1 Translation 2 See also … Wikipedia
ερημιά — και ερμιά και ερημία, η (AM ἐρημία) 1. έρημος, ακατοίκητος, απομακρυσμένος, απομονωμένος τόπος, η κατάσταση τού ακατοίκητου ανθρώπου ή τόπου 2. απομόνωση, εγκατάλειψη ανθρώπου, μοναξιά 3. έλλειψη, απουσία, ανυπαρξία («ερημία φίλων») αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
ησυχάζω — και συχάζω (AM ἡσυχάζω) Ι. (αμτβ.) 1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ 2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.) 3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι 4.… … Dictionary of Greek
κελητίτης — ο στον πληθ. οι κελητίτες ναυτ. οι κωπηλάτες που αποτελούν το πλήρωμα τού κέλητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, ητος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης, πολ ίτης). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. κελητῖται, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
κλιβανίτης — και κριβανίτης, ὁ (Α) 1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός* 2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης, στεφαν ίτης)] … Dictionary of Greek
κροκοδιλίτης — κροκοδιλίτης, ὁ (Α) παγιδευτικό σόφισμα τής αρχαιότητας που τό καταγράφει ο Λουκιανός στο έργο του Βίων πράσις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + επίθημα ίτης (πρβλ. ερημ ίτης, οδ ίτης)] … Dictionary of Greek
οδίτης — ο (ΑΜ ὁδίτης, Α δωρ. τ. ὁδίτας) οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης)] … Dictionary of Greek
παραρριπισμός — ὁ, ΜΑ, και παραριπισμός Μ [παραρριπίζω] 1. η ενέργεια τού παραρριπίζω 2. ψυχική διαταραχή («παραριπισμοὶ συνειδήσεως», Μάρκ. Ερημ.) … Dictionary of Greek
ρημάζω — Ν 1. (μτβ.) καταστρέφω, ερειπώνω, ερημώνω («ο πόλεμος ρήμαξε τη χώρα») 2. ταλαιπωρώ, εξαντλώ («μάς ρήμαξε στη δουλειά») 3. (αμτβ.) φθείρομαι, καταστρέφομαι («ρήμαξε από τα γηρατειά») 4. φρ. «τόν ρήμαξε στο ξύλο» τόν έδειρε ανελέητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
συμμορίτης — ο, ΝΑ, θηλ. συμμορίτισσα Ν νεοελλ. μέλος συμμορίας αρχ. μέλος καθεμιάς από τις φορολογούμενες ομάδες στις οποίες ήταν διαιρεμένοι οι ευπορότεροι Αθηναίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορία + κατάλ. ίτης (πρβλ. ἐρημ ίτης)] … Dictionary of Greek