Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐρημό-πολις

См. также в других словарях:

  • κοσμόπολις — κοσμόπολις, όλιδος, ὁ (Α) ονομασία αρχόντων σε διάφορα μέρη τής Ελλάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πόλις, ιδος (< πόλις), πρβλ. δικαιό πολις, ερημό πολις] …   Dictionary of Greek

  • Χρυσόπολις — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη σημερινή Κωνσταντινούπολη, που η ονομασία της οφείλεται, σύμφωνα με τις διάφορες εκδοχές που υπάρχουν, ή στον τάφο του Χρύσου, γιου του Αγαμέμνονα και της Χρυσηίδας, ή στο χρυσάφι που εισέπρατταν ως… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ερημόπολις — (I) ἐρημόπολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει στερηθεί την πόλη του, αυτός που έχασε την πατρίδα του («ἐρημόπολις μάτηρ», Ευρ.) (πρβλ. άπολις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + πόλις]. (II) ἐρημόπολις, ἡ (Μ) έρημη, κατεστραμμένη πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»