1 ερημοπτολις
(Ἑκάβη Eur. - v. l. ἔρημος πόλις)
Древнегреческо-русский словарь > ερημοπτολις
2 ἐρημόπτολις
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐρημόπτολις