-
1 ερημικός
-
2 ἐρημικός
-
3 ἐρημικός
-ή,-όν A 0-0-0-2-0=2 Ps 101(102),7; 119(120),4of or for solitude, living in a desert -
4 ἐρημικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρημικός
-
5 ερημικός
secludedΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ερημικός
-
6 ερημικά
ἐρημικόςof: neut nom /voc /acc plἐρημικά̱, ἐρημικόςof: fem nom /voc /acc dualἐρημικά̱, ἐρημικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 ἐρημικά
ἐρημικόςof: neut nom /voc /acc plἐρημικά̱, ἐρημικόςof: fem nom /voc /acc dualἐρημικά̱, ἐρημικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 ερημικών
-
9 ἐρημικῶν
-
10 ερημικόν
-
11 ἐρημικόν
-
12 ερημική
-
13 ἐρημικῇ
-
14 ερημικής
-
15 ἐρημικῆς
-
16 ερημικαίς
-
17 ἐρημικαῖς
-
18 ερημικαί
-
19 ἐρημικαί
-
20 ερημικοίς
См. также в других словарях:
ἐρημικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερημικός — ή, ό (AM ἐρημικός, ή, όν) [έρημος] 1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος 2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός,… … Dictionary of Greek
ερημικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην ερημιά, ο μοναχικός: Ερημικός τόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρημικά — ἐρημικός of neut nom/voc/acc pl ἐρημικά̱ , ἐρημικός of fem nom/voc/acc dual ἐρημικά̱ , ἐρημικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικῶν — ἐρημικός of fem gen pl ἐρημικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικόν — ἐρημικός of masc acc sg ἐρημικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικαῖς — ἐρημικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικαί — ἐρημικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικοῖς — ἐρημικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικοί — ἐρημικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικοῦ — ἐρημικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)