Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐρημικός

  • 1 tenha

    ερημικός, απόμερος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tenha

  • 2 затворнический

    затворни||ческий
    прил ἐρημικός, μονήρης:
    вести́ \затворническийчес-кий образ жизни διάγω βίον ἐρημίτου, μονήρη βίο.

    Русско-новогреческий словарь > затворнический

  • 3 пустынный

    пустынный
    прил ἐρημικός, ἔρημος:
    \пустынный остров τό ἐρημονήσι.

    Русско-новогреческий словарь > пустынный

  • 4 улица

    у́лиц||а
    ж ἡ ὁδός, ὁ δρόμος:
    главная (центральная) \улица ὁ κύριος δρόμος (ή κεντρική ὁδός)· глухая \улица ὁ ἐρημικός δρόμος· броди́ть по \улицае γυρίζω (или περιπλα-νώμαι) στους δρόμους· на \улицае ἔξω (или στό δρόμο)· она живет на \улицае Горького μένει στήν ὀδό Γκόρκν ◊ оказаться (очутиться) на \улицае а) μένω ἄστεγος (без жилья), б) μένω στους πέντε δρόμους (без средств)· выбросить на \улицау πετῶ στό δρόμο· бу́дет и на нашей \улицае праздник θά γίνει καί στή γειτονιά μας πανηγύρι, θά γυρίσει ὁ τροχός.

    Русско-новогреческий словарь > улица

  • 5 дикий

    επ., βρ: дик, дика, -дико.
    1. άγριος•

    -ая коза αγριόγιδα•

    -ая утка αγριόπαπια•

    виноград αγριόκλημα•

    -ая яблоня αγριομηλιά.

    || άγγιχτος, άθικτος, παρθένος• ακατοίκητος. || ερημικός, κακοτράχαλος•

    -ие скалы άγρια βράχια.

    2. απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος. || ως ουσ. βλ. дикарь.
    3. ακράτητος, βίαιος, ορμητικός, ατίθασος•

    дикий нрав άγριο ήθος.

    4. φριχτός, φρικώδης, φοβερός•

    -ая боль φριχτός πόνος.

    5. παράδοξος, παράλογος, άφρονας•

    дикий восторг εξωφρενικός ενθουσιασμός•

    -ая мысль άφρονη σκέψη.

    6. ακοινώνητος, απομονωμένος, κλεισμένος στο καβούκι του.
    7. παλ. γκρίζος, σταχτής, φαιός•

    дикий камень γκρίζια πέτρα.

    εκφρ.
    - ое мясоπαλ. ιατρ. παρασάρκωμα.

    Большой русско-греческий словарь > дикий

  • 6 пустынный

    επ., βρ: -тынен, -тынна, -тынно
    1. της ερήμου.
    2. ερημικός, έρμος, ακατοίκητος•

    пустынный остров ερημονήσι.

    Большой русско-греческий словарь > пустынный

  • 7 ıssız

    έρημος, ερημικός, απόμερος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ıssız

  • 8 secluded

    1) απομονωμένος
    2) ερημικός

    English-Greek new dictionary > secluded

См. также в других словарях:

  • ἐρημικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερημικός — ή, ό (AM ἐρημικός, ή, όν) [έρημος] 1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος 2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός,… …   Dictionary of Greek

  • ερημικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην ερημιά, ο μοναχικός: Ερημικός τόπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρημικά — ἐρημικός of neut nom/voc/acc pl ἐρημικά̱ , ἐρημικός of fem nom/voc/acc dual ἐρημικά̱ , ἐρημικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημικῶν — ἐρημικός of fem gen pl ἐρημικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημικόν — ἐρημικός of masc acc sg ἐρημικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημικαῖς — ἐρημικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημικαί — ἐρημικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημικοῖς — ἐρημικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημικοί — ἐρημικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημικοῦ — ἐρημικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»