-
1 tenha
ερημικός, απόμερος -
2 затворнический
затворни||ческийприл ἐρημικός, μονήρης:вести́ \затворническийчес-кий образ жизни διάγω βίον ἐρημίτου, μονήρη βίο. -
3 пустынный
пустынныйприл ἐρημικός, ἔρημος:\пустынный остров τό ἐρημονήσι. -
4 улица
у́лиц||аж ἡ ὁδός, ὁ δρόμος:главная (центральная) \улица ὁ κύριος δρόμος (ή κεντρική ὁδός)· глухая \улица ὁ ἐρημικός δρόμος· броди́ть по \улицае γυρίζω (или περιπλα-νώμαι) στους δρόμους· на \улицае ἔξω (или στό δρόμο)· она живет на \улицае Горького μένει στήν ὀδό Γκόρκν ◊ оказаться (очутиться) на \улицае а) μένω ἄστεγος (без жилья), б) μένω στους πέντε δρόμους (без средств)· выбросить на \улицау πετῶ στό δρόμο· бу́дет и на нашей \улицае праздник θά γίνει καί στή γειτονιά μας πανηγύρι, θά γυρίσει ὁ τροχός. -
5 дикий
επ., βρ: дик, дика, -дико.1. άγριος•-ая коза αγριόγιδα•
-ая утка αγριόπαπια•
виноград αγριόκλημα•
-ая яблоня αγριομηλιά.
|| άγγιχτος, άθικτος, παρθένος• ακατοίκητος. || ερημικός, κακοτράχαλος•-ие скалы άγρια βράχια.
2. απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος. || ως ουσ. βλ. дикарь.3. ακράτητος, βίαιος, ορμητικός, ατίθασος•дикий нрав άγριο ήθος.
4. φριχτός, φρικώδης, φοβερός•-ая боль φριχτός πόνος.
5. παράδοξος, παράλογος, άφρονας•дикий восторг εξωφρενικός ενθουσιασμός•
-ая мысль άφρονη σκέψη.
6. ακοινώνητος, απομονωμένος, κλεισμένος στο καβούκι του.7. παλ. γκρίζος, σταχτής, φαιός•дикий камень γκρίζια πέτρα.
εκφρ.- ое мясо – παλ. ιατρ. παρασάρκωμα. -
6 пустынный
επ., βρ: -тынен, -тынна, -тынно1. της ερήμου.2. ερημικός, έρμος, ακατοίκητος•пустынный остров ερημονήσι.
-
7 ıssız
έρημος, ερημικός, απόμερος -
8 secluded
1) απομονωμένος2) ερημικός
См. также в других словарях:
ἐρημικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερημικός — ή, ό (AM ἐρημικός, ή, όν) [έρημος] 1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος 2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός,… … Dictionary of Greek
ερημικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην ερημιά, ο μοναχικός: Ερημικός τόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρημικά — ἐρημικός of neut nom/voc/acc pl ἐρημικά̱ , ἐρημικός of fem nom/voc/acc dual ἐρημικά̱ , ἐρημικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικῶν — ἐρημικός of fem gen pl ἐρημικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικόν — ἐρημικός of masc acc sg ἐρημικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικαῖς — ἐρημικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικαί — ἐρημικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικοῖς — ἐρημικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικοί — ἐρημικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικοῦ — ἐρημικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)