-
1 ερείπιος
-
2 ἐρείπιος
-
3 ἐρείπιος
-
4 ἐρείπιος
ἐρείπιος, ον, einstürzend -
5 ἐρείπιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρείπιος
-
6 ἐρείπω
Grammatical information: v.Meaning: `throw down, tear down, dash down, fall' (Il.).Other forms: Aor. ἐριπεῖν (Il., intr.), ἐρεῖψαι (Hdt., Pi.), ἐριπέντι ptz. dat. = ἐριπόντι (Pi. O. 2, 43), pass. ἐρειφθείς (S. Aj. 309), perf. ἐρήριπε (Ξ 55, intr.), plusquamp. ἐρέριπτο (Ξ 15); see Chantraine Gramm. hom. 1, 423 w. n. 3, 426 n. 3); ἐρήριμμαι, ἠρίφθην (Arr.); fut. ἐρείψω (S.),Derivatives: ἐρείπια pl. `ruins' (Hdt., Arist.; on the formation Schwyzer 470, Chantraine Formation 55), adjectivised ἐρείπιος ( οἰκία Ph.; ἐρείπιος γῆ ἡ χέρσος Suid.); ἔρειψις mean. unclear (Att. inscr.) with ἐρείψιμος `ruined' (E. IT 48), ἐρειψιπύλᾱς m. (B.), - τοιχος (A. Th. 883 [lyr.]) `casting down towers, resp. walls' (vgl. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 82); with zero grade ἐρίπναι pl. `broken cliff, steep ascent' (E., A. R.; sg. Nic.); on the suffix cf. κρημνός, κραιπνός and Chantraine Formation 192.Etymology: Beside full grade ἐρείπω we have ONo. rīfa `tear down' (trans.), also of buildings like ἐρείπω; with verbal noun Lat. rīpa `steep border, shore' (cf. ἐρίπναι and ἐρείπιος γῆ = χέρσος, i. e. `shore'); with lengthened labial ONo. rīp `upper side of a boat', EastFris. rip(e) `shore', NHG rīf `id.'; W.-Hofmann s. rīpa. - Through mechanical splitting of ἐρείπω and ἐρείκω in IE (h₁)rei-p-, (h₁)rei-k- one canreduce both verbs like many other words to an IE (h₁)rei- `scratch, tear' (Pok. 857ff.).Page in Frisk: 1,552Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρείπω
-
7 ερείπιον
ἐρείπιονfallen ruin: neut nom /voc /acc sgἐρείπιοςfalling: masc /fem acc sgἐρείπιοςfalling: neut nom /voc /acc sg -
8 ἐρείπιον
ἐρείπιονfallen ruin: neut nom /voc /acc sgἐρείπιοςfalling: masc /fem acc sgἐρείπιοςfalling: neut nom /voc /acc sg -
9 ερειπίοις
-
10 ἐρειπίοις
-
11 ερειπίου
-
12 ἐρειπίου
-
13 ερειπίω
-
14 ἐρειπίῳ
-
15 ερειπίων
-
16 ἐρειπίων
-
17 ερείπια
-
18 ἐρείπια
-
19 ερείπιοι
-
20 ἐρείπιοι
См. также в других словарях:
ἐρείπιος — falling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείπιοι — ἐρείπιος falling masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… … Dictionary of Greek
ἐρείπιον — fallen ruin neut nom/voc/acc sg ἐρείπιος falling masc/fem acc sg ἐρείπιος falling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… … Dictionary of Greek
ερειπιώ — (AM ἐρειπιῶ όω) [ερείπιος] κάνω κάτι ερείπιο, ερειπώνω, καταστρέφω … Dictionary of Greek
ρείπιος — και ρέπιος, α, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ερειπίου 2. το ουδ. ως ουσ. το ρείπιο ή ρέπιο το ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπιος με σίγηση τού αρκτικού ε ] … Dictionary of Greek
ἐρειπίοις — ἐρείπιον fallen ruin neut dat pl ἐρείπιος falling masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρειπίου — ἐρείπιον fallen ruin neut gen sg ἐρείπιος falling masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρειπίων — ἐρείπιον fallen ruin neut gen pl ἐρείπιος falling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρειπίῳ — ἐρείπιον fallen ruin neut dat sg ἐρείπιος falling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)