Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐρειπίου

См. также в других словарях:

  • ἐρειπίου — ἐρείπιον fallen ruin neut gen sg ἐρείπιος falling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρείπιος — και ρέπιος, α, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ερειπίου 2. το ουδ. ως ουσ. το ρείπιο ή ρέπιο το ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπιος με σίγηση τού αρκτικού ε ] …   Dictionary of Greek

  • ερείπωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ερειπώνω. 2. η κατάσταση του ερείπιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»