Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐρεθιστής

См. также в других словарях:

  • ερεθιστής — ἐρεθιστής, ὁ (Α) [ερεθίζω] άνθρωπος που ερεθίζει, προκαλεί ταραχή, φαύλος, «αντάρτης», εριστικός («υἱὸς ἀπειθὴς καὶ ἐρεθιστής», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐρεθιστής — rebellious masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισταί — ἐρεθιστής rebellious masc nom/voc pl ἐρεθιστός easily provoked fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθιστήν — ἐρεθιστής rebellious masc acc sg (attic epic ionic) ἐρεθιστός easily provoked fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»