-
1 στυγνός
A hated, abhorred, of persons and things, Archil.80; (anap.);ὦ στυγνὲ δαῖμον Id.Pers. 472
;ὦ στυγνὸς αἰών S.Ph. 1348
; , etc.: c. dat., hateful or hostile to one, A.Pers. 286 (lyr.), S.El. 918. Adv. [comp] Comp.-οτέρως, ἔχειν πρός τινα BGU1301.8
(ii/i B.C.).II gloomy, sullen, , E. Alc. 777;ὀφρύων νέφος Id.Hipp. 172
(anap.), cf. 290;στυγνοὶ κλαίουσιν Ἔρωτες Mosch.3.67
; ὁρᾶν στυγνός, opp. φαιδρός, X.An.2.6.9, cf. 11, Hp.Mul.2.182, LXX Is.57.17, Arr.Epict.3.5.9 ([comp] Comp.), Aret.SD1.5; ; οἱονεὶ πυρὸς εἰσπεσόντος εἰς ὕδωρ στυγνὸν σέλας ἐκπέμπουσα [ λιγνύς] Adam.Vent.34; σ. διαγωγαὶ καὶ ἀναγνώσεις καὶ διηγήματα, opp. ἐρεθιστικὰ τῶν ἀφροδισίων, Sor.2.46; στυγνὸς μὲν εἴκων δῆλος εἶ sullenly, with an ill grace, S.OT 673: neut. as Adv.,στυγνὸν οἰμώξας Id.Ant. 1226
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυγνός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский