-
1 ερειπ(ι)ώ
-
2 ερειπ(ι)ώ
-
3 ἐρείπιον
A fallen ruin, wreck, Arist.Rh. 1413a6, Aristid. Or.49(25).42, Opp.H.5.324: generally in pl.,ναυτικὰ ἐ.
wreckage,A.
Ag. 660,Fr. 274, E.Hel. 1080 ;θραύμασίν τ' ἐρειπίων A.Pers. 425
; ruins, οἰκημάτων, [ τειχέων], Hdt.2.154,4.124 ;δόμων E.Ba.7
; ἐρείπια alone,ἐν τοῖς Κιμωνίοις ἐ. Cratin.151
; ἐ. χλανιδίων fragments of garments, Trag.Adesp.7; ;νεκρῶν ἐ.
dead carcasses,S.
Aj. 308, E.Fr. 266.—Poet.and later Prose (exc. Arist.and Hdt.ll.cc.), D.H. 1.14, CIG 2700e ([place name] Mylasa), Paus.10.38.13, Aristid. l.c., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρείπιον
-
4 ἐρείπιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρείπιος
-
5 ἐρειπιώδης
ἐρειπ-ιώδης, ες,A ruinous, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρειπιώδης
-
6 ἐρειπιών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρειπιών
-
7 ἐρειποτόπιον
ἐρειπ-οτόπιον, τό,A heap of ruins, Sch.Opp.H.1.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρειποτόπιον
-
8 ἐρείπω
Aἔρειπον Il.12.258
(v. sub fin.): [tense] fut. , X.Cyr.7.4.1 : [tense] aor. Iἤρειψα Hdt.1.164
, ([etym.] ἐξ-) Pi.P.4.264 : intr. in [tense] aor. 2 ἤρῐπον (v. infr. II), and [tense] pf. ἐρήρῐπα ([etym.] κατ-) Il.14.55:—[voice] Med., [tense] aor. I ἠρειψάμην ([etym.] ἀν-) only f.l., v. Ανερείπομαι: [tense] aor. 2 ἠριπόμην (in pass.sense) AP9.152 (Agath.):— [voice] Pass., [tense] aor. I part. ; ind.ἠρίφθην Arr.An.1.21.4
codd., ([etym.] κατ-) ib.2.22.7 : [tense] aor. 2 ἠρίπην [pron. full] [ῐ] (v. infr.): [tense] pf. ἐρήριμμαι ib. 1.21.6 ; ἤρειμμαι ([etym.] κατ-) IG12(3).326.20 (Thera, ii A. D.): [tense] plpf. ἐρήριπτο ([etym.] κατ-) Arr.An.1.19.2 ; cj. for ἠρείπετο in Plu.Brut.42 ; [dialect] Ep.ἐρέριπτο Il.14.15
; late Proseἠρήριπτο Agath.1.10
.—Poet. Verb (also in Hdt., X., Plb. and later Prose):— throw or dash down, tear down,ἔρειπον ἐπάλξεις Il.12.258
;ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν 15.361
; ὄχθας καπέτοιο..ποσσὶν ἐρείπων ib. 356 ;προμαχεῶνα ἕνα τοῦ τείχεος ἐ. Hdt. 1.164
(v. sub fin.);πόλιν..ἐρείψεις S.OC 1373
: metaph.,λαοὺς διχοστασίαις ἤρειπον B.10.68
; [ Λαβδακίδας] ἐρείπει θεῶν τις some god casts them down, S.Ant. 596(lyr.):—[voice] Pass., to be thrown down, fall in ruins,ἐρέριπτο δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν Il.14.15
; τῆς μὲν ἐρειπομένης (sc. γαίης) Hes.Th. 704 ;τῶν πύργων ἐρειπομένων Plb.1.42.10
; (v.l. ἐρεισθείς); ἐρείπεται κτύπος..Διόβολος the thunder comes crashing down, Id.OC 1462(lyr.); ἐρείπεσθαι εἴς τινα to fall upon.., Plu.Alex.33 : [tense] aor. 2 part. [voice] Pass. fallen,Pi.
O.2.43 (v.l.-όντι, cf. A.D.Synt.280.21).II intr., [tense] aor. 2 ἤρῐπον, [dialect] Ep. ἔρῐπον, fall down,ἤριπε δ' ἐξ ὀχέων Il.5.47
, etc.; γνὺξ δ' ἔριπε fell on his knee, ib.68; ἐν κονίῃ, ἐν κονίῃσι, ib.75, 11.743 ; oftrees,ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα 21.243
: hence, of a warrior, ;ἀπ' οὐρανοῦ ἤριπεν ἀστὴρ ἐν πόντῳ Theoc.13.50
: metaph., δείματι ἤριπεν her heart sank with terror, Simon.37.3; where this tense is apptly. trans., as in Hdt.9.70, Paus.10.32.6, ἤρειπον may be restored.
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ερειπώνω — και ερειπῶ, όω (AM ἐρειπῶ και ἐριπῶ, όω) κάνω κάτι ερείπιο, κατακρημνίζω, καταστρέφω μσν. πέφτω σε καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερειπώ είναι νεώτερος μεταπλασμένος ενεστώτας τού ερείπω, ενώ ο τ. εριπώ, αν δεν οφείλεται στην πρώιμη σύμπτωση και… … Dictionary of Greek