-
1 ἐρείπιον
A fallen ruin, wreck, Arist.Rh. 1413a6, Aristid. Or.49(25).42, Opp.H.5.324: generally in pl.,ναυτικὰ ἐ.
wreckage,A.
Ag. 660,Fr. 274, E.Hel. 1080 ;θραύμασίν τ' ἐρειπίων A.Pers. 425
; ruins, οἰκημάτων, [ τειχέων], Hdt.2.154,4.124 ;δόμων E.Ba.7
; ἐρείπια alone,ἐν τοῖς Κιμωνίοις ἐ. Cratin.151
; ἐ. χλανιδίων fragments of garments, Trag.Adesp.7; ;νεκρῶν ἐ.
dead carcasses,S.
Aj. 308, E.Fr. 266.—Poet.and later Prose (exc. Arist.and Hdt.ll.cc.), D.H. 1.14, CIG 2700e ([place name] Mylasa), Paus.10.38.13, Aristid. l.c., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρείπιον
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek