-
1 εργάτου
-
2 ἐργάτου
-
3 φορά
A an act,I (from [voice] Act.) carrying, φορᾶς.. φθόνησις οὐ γενήσεται there shall be no refusal to carry thee, S.Tr. 1212; ἐν φορᾷ, i. e. in their arms, Id.Fr. 327; θυρώτοιν φορᾶς payment for carrying.., IG42(1).102.305 (Epid., iv B. C.); ψήφου φ. casting one's vote, E.Supp. 484, cf. Pl.Lg. 949a; ἡ φ. καθάπερ πεττῶν movement as of the men in draughts, ib. 739a.b gestation, τριετὴς φ. cj. in IG42(1).121.10 (Epid., iv B. C.).2 bringing in of money, payment,χρημάτων Th.1.96
; δασμοῦ, δασμῶν, Pl.Lg. 706b, X.Cyr.8.6.16; αἱ ὑπόλοιποι φοραί the remaining instatments, Lys.Fr.1.4, cf. Ostr.Bodl. iii 280 (i A. D.), al.b φ. ἐργάτου, = latura, perh. a workman's pay, Gloss. (latura is also glossed φόρετρον, ibid.; also onus, sarcina, ibid.).3 bringing forth, productiveness,καρποῦ Thphr.CP3.14.5
; opp. ἀφορία, Pl.R. 546a, cf. Arist.GA 750a23; of animals, Ael.NA17.40;πτηνῶν Gp.1.8.9
.II (from [voice] Pass. φέρομαι) being borne or carried along, motion, of the universe and heavenly bodies.ἡ.. θεία τοῦ ὄντος φ. Pl.Cra. 421b
, cf. Ti. 39b, 81a;ἡ σύμπασα οὐρανοῦ ὁδὸς καὶ φ. Id.Lg. 897c
;ἡ τῶν ἄστρων φ. καὶ ἡλίου Id.Grg. 451c
;ἄστρων φοραί Id.Smp. 188b
;χειρῶν φ. Hp.Prog.4
;σφαίρας φοραί Pl.Lg. 898b
;ἡ φ. καὶ κίνησις Id.Cra. 434c
, Tht. 152d;χρόνος.. μέτρον φορᾶς Id.Def. 411b
; τύχη φ. ἀδήλου εἰς ἄδηλον ibid.; defined by Arist. as = κίνησις κατὰ τόπον, Ph. 243a8, cf. GC 319b32;κίνησίς ποθέν ποι Id.EN 1174a30
;γένεσίς ποθέν ποι Id.Cael. 311b33
;φορᾷ ἰέναι Pl.R. 617b
; κυκλεῖσθαι.. τὴν αὐτὴν φ. ib.a;μίαν φορὰν κινεῖται Id.Plt. 269e
;τό τάχος τῆς φ. Epicur.Ep.1p.10U.
3 rapid motion, rush, πινέτω κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον let him drink half a cotyle at a draught, Hp.Int.35;γαστρὸς φοραί Thphr.Fr.10.3
.4 of persons, impulse,ἡ τοῦ πλήθους φ. Plb.10.4.3
;ἄλογος φ. Id.30.2.4
;ἀκολουθήσομεν ἀλόγως ταῖς τῶν πολλῶν φ. Epicur.Nat. 127
G.;πρὸς τὸν νεωτερισμόν Plu.Galb.4
;παῖς.. φορᾶς μεστός Id.Them.2
;στρατηγὸς μεστὸς φορᾶς Lib.Or.49.19
: pl., ib.1.2; also, forceful flow of narrative, Luc.Dem.Enc.7.b tendency, line of thought or action, κατὰ τὰς φ. τῶν Στωϊκῶν on Stoic lines, Phld.Rh.2.296 S., cf. Id.Herc.1251.19, Luc.Par.29.5 φ. πραγμάτων force of circumstances, D.18.271: forceful quality,ἡ τοῦ οἴνου [ὑγρότης] φ. ἔχει πολλὴν καὶ δύναμιν Plu.2.132e
; φορᾶς σωματικῆς εἰς ἡμᾶς γιγνομένης, of the influences of the stars, Plot.2.3.2; ἄχρις οὗ φ. γένηται, of a favourable wind, Plu.Mar. 37; favour,τοῦ βασιλέως Philostr.VS2.32
.B as a thing, that which is borne, esp.,1 load, freight, burden,μίαν φ. ἐνεγκεῖν Plu.Ant.68
.2 rent, tribute, X.Cyr. 3.1.34: pl., contributions, D.21.101; ; of the contribution to an ἔρανος, Antiph.124.9, Hyp.Ath.11; of contributions in kind, (Milet., v B. C.).3 that which is brought forth, fruit, produce, crop, a large crop,Arist.
Pol. 1259a11, cf. HA 553a22, b23;σίτου φ. καὶ τῶν ἄλλων καρπῶν SIG 589.30
(Magn.Mae., ii B. C.);ἡ τοῦ Νείλου φ. τε καὶ αὔξησις CPHerm. 6.4
(iii A. D.): metaph., φορὰ προδοτῶν a large crop of traitors, D.18.61, D.S.16.54;ῥητόρων Aeschin.3.234
;φ. γάρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν
a succession of crops,Arist.
Rh. 1390b25.
См. также в других словарях:
ἐργάτου — ἐργάτης workman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπουργώ — ὑπουργῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπουργός] νεοελλ. είμαι υπουργός (μσν.αρχ.) 1. προσφέρω υπηρεσία σε κάποιον (α. «σοὶ βουλόμενος ὑπουργέειν», Ηρόδ. β. «μισθὸς ἐργάτου ὑπουργοῡντος Σάρατι κονιατῇ», πάπ.) 2. ενισχύω, προάγω κάτι (α. «ὑπουργῆσαι τῷ πράγματι», Φώτ … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
Αλεξάντρι, Βασίλι — (Alecsandri, 1819 – 1890). Ρουμάνος ποιητής, δραματικός συγγραφέας και πολιτικός. Θεωρείται από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ρουμανικής λογοτεχνίας. Σπούδασε νομικά και ιατρική στη Γαλλία, επισκέφθηκε την Ελλάδα και την Ιταλία και υπηρέτησε την… … Dictionary of Greek
Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… … Dictionary of Greek
Δρακούλης, Πλάτων — (Ιθάκη 1858 – 1942). Κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τα κοινωνικά ζητήματα και υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες που ασχολήθηκαν συστηματικά με αυτά τα θέματα. Από το 1884 έως το 1888… … Dictionary of Greek