-
1 εργολαβία
ἐργολαβίαι, ἐργολαβίαcontract for the execution of work: fem nom /voc plἐργολαβίᾱͅ, ἐργολαβίαcontract for the execution of work: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἐργολαβίᾳ
ἐργολαβίαι, ἐργολαβίαcontract for the execution of work: fem nom /voc plἐργολαβίᾱͅ, ἐργολαβίαcontract for the execution of work: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 εργολαβια
ἥ1) принятие заказаπρὸς ἐργολαβίαν Isocr., ἐργολαβίας ἕνεκα Diod. и ἀπ΄ ἐργολαβίας Plut. — по заказу, за плату
2) заработок, доход(αἱ περί τι ἐργολαβίαι Plut.)
-
4 εργολαβία
η1) подряд; 2) ирон. флирт, ухаживание -
5 ἐργολαβία
-
6 εργολαβία
[эрголавиа] ουσ θ работать по подряду. -
7 ἐργολαβία
ἐργολαβ-ία, ἡ,A contract for the execution of work,πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι [λόγους] Isoc.5.25
: pl., Ath.Mitt.51.29 ([place name] Samos), Plu.Cat.Ma.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργολαβία
-
8 ἐργολαβία
ἐργο-λαβία, ἡ, = ἐργολάβεια, so λόγους πρὸς ἔνδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφϑαι, d. i. um Geld zu verdienen, aus Gewinnsucht -
9 εργολαβίας
ἐργολαβίᾱς, ἐργολαβίαcontract for the execution of work: fem acc plἐργολαβίᾱς, ἐργολαβίαcontract for the execution of work: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἐργολαβίας
ἐργολαβίᾱς, ἐργολαβίαcontract for the execution of work: fem acc plἐργολαβίᾱς, ἐργολαβίαcontract for the execution of work: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 εργωνια
-
12 εργολαβίαν
ἐργολαβίᾱν, ἐργολαβίαcontract for the execution of work: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 ἐργολαβίαν
ἐργολαβίᾱν, ἐργολαβίαcontract for the execution of work: fem acc sg (attic doric aeolic) -
14 ἐργο-λάβεια
ἐργο-λάβεια, ἡ, Uebernahme einer Arbeit für einen gewissen Lohn; bes. Unternehmung aus Gewinnsucht, Alciphr. 1, 34. S. ἐργολαβία.
-
15 εργοληψία
η см. εργολαβία 1 -
16 εργολαβιών
-
17 ἐργολαβιῶν
-
18 ἐργολάβεια
A = ἐργολαβία II, τῶν μειρακίων making profit out of them, Alciphr.1.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργολάβεια
-
19 ἐργωνία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργωνία
См. также в других словарях:
ἐργολαβίᾳ — ἐργολαβίαι , ἐργολαβία contract for the execution of work fem nom/voc pl ἐργολαβίᾱͅ , ἐργολαβία contract for the execution of work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργολαβία — η (AM ἐργολαβία) [εργολάβος] ανάληψη εκτελέσεως έργου με αμοιβή συμφωνημένη κατ’ αποκοπή («εργολαβία τροφοδοσίας στρατού») νεοελλ. επιδίωξη ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, λόγια κ.λπ., ερωτοτροπία αρχ. κερδοσκοπία … Dictionary of Greek
εργολαβία — η 1. ανάληψη εκτέλεσης έργου κατ αποκοπή, αλλ. εργοληψία. 2. μτφ., ερωτοτροπία, φλερτάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… … Dictionary of Greek
ἐργολαβίας — ἐργολαβίᾱς , ἐργολαβία contract for the execution of work fem acc pl ἐργολαβίᾱς , ἐργολαβία contract for the execution of work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργολαβίαν — ἐργολαβίᾱν , ἐργολαβία contract for the execution of work fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργολαβιῶν — ἐργολαβία contract for the execution of work fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
εργολαβικός — ή, ό [εργολάβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εργολαβία, γίνεται με εργολαβία … Dictionary of Greek
εργολαβικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εργολαβία ή γίνεται με εργολαβία: Εργολαβικές δουλειές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek