-
1 ἐρί-μῡκος
-
2 ἐρίμῡκος
-
3 ἐρίμυκος
A loud-bellowing,βοῶν ὑπὸ πόσσ' ἐριμύκων Il.20.497
, cf. 23.775, Od.15.235, Hes.Op. 790 ;ὀλολυγά AP6.219.17
(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίμυκος
-
4 ἐρίμῦκος
ἐρί-μῦκος ( μῦκάομαι): loud-bellowing, epith. of cattle, Od. 15.235.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρίμῦκος
-
5 εριμυκος
См. также в других словарях:
εύμυκος — εὔμυκος, ον (Α) αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί μυχος, μεγά μυκος] … Dictionary of Greek
ερίμυκος — ἐρίμυκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («βοῶν ύπό πόσσ’ ἐριμύκων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»)] … Dictionary of Greek