Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀλολυγή

См. также в других словарях:

  • ολολυγή — η (Α ὀλολυγή) [ολολύζω] νεοελλ. γοερός θρήνος, ολοφυρμός, οιμωγή, οδυρμός, σκούξιμο αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως γυναικών, που επικαλούνται κάποια θεότητα («αἱ δ ὁλολυγῆ πᾱσαι Ἀθήνη χεῑρας ἀνέσχον», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγή χαράς («συν τ εὔγμασι σὺν τ… …   Dictionary of Greek

  • ὀλολυγῇ — ὀλολῡγῇ , ὀλολυγή loud cry fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολυγή — ὀλολῡγή , ὀλολυγή loud cry fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ …   Dictionary of Greek

  • ὀλολυγά — ὀλολῡγά̱ , ὀλολυγή loud cry fem nom/voc/acc dual ὀλολῡγά̱ , ὀλολυγή loud cry fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… …   Dictionary of Greek

  • κορκορυγή — κορκορυγή, ἡ (Α) υπόκωφος θόρυβος, βοή («κορκορυγαὶ δ ἀνὰ ἄστυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Το θ. κορ πιθ. < κόραξ και ο σχηματισμός κατά τα βορβορυγή, ολολυγή] …   Dictionary of Greek

  • κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… …   Dictionary of Greek

  • ολολυγαίος — ὀλολυγαῑος, αία, ον (Α) [ολολυγή] αυτός που βγάζει οξεία κραυγή, που ξεφωνίζει («ὀλολυγαία νυκτερίς», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • ολολυγμός — ο (Α ὀλολυγμός) [ολολύζω] ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.) 2. θριαμβευτικό άσμα …   Dictionary of Greek

  • ὀλολυγαῖς — ὀλολῡγαῖς , ὀλολυγή loud cry fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»