-
1 εριπησι
-
2 ερίπησι
-
3 ἐρίπῃσι
-
4 ἐρείπω
ἐρείπω, ipf. ἔρειπε, aor. 2 ἤριπε, ἔριπε, subj. ἐρίπῃσι, part. -ών, -οῦσα, pass. plup. ἐρέριπτο: act. (exc. aor. 2), throw down, overthrow; τεῖχος, ἐπάλξεις, Μ 2, Il. 15.356, 361; pass., Il. 14.15; intr., aor. 2, fall down, tumble, Il. 5.47, , Od. 22.296; ἔστη γνὺξ ἐριπών, held himself up, ‘sinking on his knee,’ Il. 5.309.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρείπω
См. также в других словарях:
ἐρίπῃσι — ἐρείπω throw aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)