-
1 πολυ-ήρατος
πολυ-ήρατος, viel geliebt (von ἔραμαι, wie die kurze Penultima zeigt, nicht von ἀράομαι, wie es alte Erkl. wenigstens als Beiwort von Theben auffaßten, Od. 11, 275, das fluchwürdige od. fluchbeladene; doch ist kein Grund, es an dieser Stelle anders zu nehmen); übh. lieblich; γάμος, Od. 15, 126; εὐνή, 23, 354 u. öfter, wie auch Hes.; seltener als Beiwort einer Person, Hes. frg. 1, 1; Λιβύη, Orak. bei Her. 4, 159.
-
2 εὐ-ήρατος
εὐ-ήρατος, liebenswürdig, σταϑμοί, φιλοφροσύναι, ῥίζα χϑονός, Pind. Ol. 5, 9. 6, 98 P. 9, 8; κάλλος Telest. bei Ath. XIV, 617 a.
-
3 μεγ-ήρατος
μεγ-ήρατος, sehr liebenswürdig, Hes. Th. 240, wo Andere mit Hesych. μεγήριτος lesen wollen, viel umstritten, viel umworben.
-
4 ἐπ-ήρατος
ἐπ-ήρατος, geliebt, liebenswürdig, anmuthig; δαίς Il. 9, 228; εἵματα Od. 8, 366; ἄντρον 13, 113; öfter von Städten u. Ländern, weshalb Nitzsch zu Od. 4, 606 darin den Begriff des Hochaufsteigenden (ἄρω), Erhabenen findet; Hes. vrbdt es mit εἶδος, ὄσσα, O. 63 Th. 67; Pind. κλέος, δόξα, P. 5, 73 I. 5, 11; Aesch. νεανίδων ἐπηράτων, Eum. 917; sp. D., ὄνομα, παρϑενική, Ap. Rh. 3, 5. 1099; ἡμέρα Dionys. 2; ναυσὶν ἐπήρατος ὅρμος D. Per. 617.
-
5 αρχαιομελισιδωνοφρυνιχηρατος
Древнегреческо-русский словарь > αρχαιομελισιδωνοφρυνιχηρατος
-
6 επηρατος
2приятный, прекрасный, восхитительный, замечательный(δαίς, ἄντρον, εἵματα Hom.; κλέος Pind.)
; прелестный, очаровательный(εἶδος, ὄσσα Hes.; νεάνιδες Aesch.)
-
7 ευηρατος
-
8 μεγηρατος
-
9 πολυηρατος
-
10 πολυήρατος
A much-loved, very lovely,γάμος Od.15.126
; ; εἶδος ib. 908; ; ; of places,Θήβη Od.11.275
;Ἀθᾶναι B.18.9
; Αιβύη Orac. ap. Hdt.4.159;γᾶ Κέκροπος Ar.Nu. 301
(lyr.).2 of persons, Hes.Fr. 192.1;Ααΐς Plu.2.767f
; φέγγος π. Αἰνεαδάων, of Caracalla, Opp.C.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυήρατος
-
11 ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
-
12 ἐπήρατος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπήρατος
-
13 πολυήρατος
πολυ-ήρατος ( ἔραμαι): greatly loved or desired, lovely. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυήρατος
-
14 ἐπήρατος
-
15 εὐήρατος
-
16 μεγήρατος
-
17 πολυήρατος
πολυ-ήρατος, viel geliebt; übh. lieblich -
18 ἀγήρατος
Grammatical information: m.Meaning: stone used to polish women's shoes (Gal.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Connection with the word for `age' seems hardly appropriate. Szemerényi proposed ἀγ-ήρατος `very lovely' (Gnomon 43 (1971) 641-75).Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγήρατος
См. также в других словарях:
μεγήρατος — μεγήρατος, ον (Α) πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος, επέραστος («μεγήρατα τέκνα θεάων», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγ(α) * + ήρατος (< ἐρατός < ἔραμαι), πρβλ. ευ ήρατος, πολυ ήρατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek
ιδήρατος — ἰδήρατος, ον (Α) ωραίος, εράσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ (τού ιδείν, απρμφ. αορ. β τού ρ. ορώ) + ηρατος (αντί ερατος < έραμαι «αγαπώ») λόγω τής συνθέσεως, πρβλ. πολυ ήρατος] … Dictionary of Greek
πολυήρατος — ον, Α 1. πολύ ερατός, πολύ αγαπητός («δῶρον... τοῦτο δίδωμι, μνῆμ Ἑλένης χειρῶν, πολυήρατον ἐς γάμον ὥρην», Ομ. Οδ.) 2. αξιέραστος, αξιαγάπητος («πολυήρατος ἤβη», Ύμν. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐρατός (< ἔραμαι), με έκταση τού ε σε η κατά… … Dictionary of Greek