-
1 μεγηριτος
-
2 μεγήριτος
A much contended for,μ. τέκνα θεάων Hes.Th. 240
(with v.l. [full] μεγήρᾰτα, ([etym.] ἐρατός) passing lovely, which is prob. l. in Pancrat. Oxy.1085.9).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγήριτος
-
3 μεγήριτα
μεγήριτοςmuch contended for: neut nom /voc /acc pl -
4 μεγ-ήρατος
μεγ-ήρατος, sehr liebenswürdig, Hes. Th. 240, wo Andere mit Hesych. μεγήριτος lesen wollen, viel umstritten, viel umworben.
-
5 μεγηρατος
-
6 μεγαλόχαρτος
μεγᾰλό-χαρτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόχαρτος
См. также в других словарях:
μεγήριτα — μεγήριτος much contended for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek