-
1 προ-ωνύμιον
προ-ωνύμιον, τό, Vorname, Sp.
-
2 προωνύμιον
προ-ωνύμιον, τό, Vorname
См. также в других словарях:
προωνύμιον — τὸ, ΜΑ (στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν ολόκληρο, όπως λ.χ. Γν. [αῑος] Πομπήιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ωνύμιον (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παρ ωνύμιον. Το ω τού τύπου οφείλεται σε… … Dictionary of Greek