-
1 οπτευω
-
2 διοπτευω
1) высматривать, разведывать(ὠτακουστεῖν καὴ δ. Xen.)
ἠὲ διοπτεύσων ἢ πολεμίζων Hom. — для разведки или для (открытого) боя2) видеть, замечать(τι Soph.)
3) наблюдать (за чем-л.), осуществлять надзор, быть начальником(δ. τέν ναῦν Dem.)
-
3 εποπτευω
1) наблюдать, надзирать, присматривать(ἔργα Hom., Hes.)
2) быть свидетелем, видеть(μάχην Aesch.)
3) взирать зорким оком, (зорко) охранять(ἐ. καὴ φυλάττειν Dem.)
Ἑρμῆς πατρῷα ἐποπτεύων κράτη Aesch. — Гермес, стоящий на страже отчего владычества (т.е. Зевсовой власти);οἱ περὴ τοὺς νόμους ἐποπτεύοντες Plat. — блюстители законов4) становиться или быть эпоптом (см. ἐπόπτης См. εποπτης), быть допущенным к высшей степени посвящения Plat., Plut.5) (духовно) видеть, созерцать(εὐδαίμονα φάσματα Plat.)
6) быть на вершине блаженства -
4 κατοπτευω
1) наблюдать, рассматривать, исследовать(τὸν οὐράνιον χῶρον Arst.)
2) высматривать, подсматривать, разведывать(κ. καὴ ὠτακουστεῖν Xen.; ἐς τὰ ἔργα τινός Anth.)
3) подмечать, замечать(τινά и τι Polyb., Plut.)
μέ κατοπτευθῶ Soph. — чтобы мне остаться незамеченным -
5 υποπτευω
1) иметь подозрение, быть подозрительнымἐγὼ οὐδέποτε ὑπώπτευσα Lys. — у меня не было никаких подозрений;
ὑ. ἔς τινά τι νεωτεριεῖν Thuc. — подозревать кого-л. в каких-л. замыслах;ὅλον τὸ πρῆγμα ὑπώπτευε Her. — все это показалось ему подозрительным;οὐκ ἂν ὑποπτεύοιο Xen. — это не вызвало бы никаких подозрений2) предполагать, думатьὡς ὑπωπτεύετο Xen. — как предполагали;
καὴ ἐγὼ ὑποπτεύω Plat. — и я (так) думаю;καὴ (τότε) ὑπωπτεύετο τὸ νῦν ὄντως δεδογμένον Plat. — и тогда (уже) догадывались о том, что ныне доподлинно установлено;ὃ ἐγὼ ὑποπτεύω περὴ αὐτοῦ Plat. — то, что я думаю об этом3) ( о лошади) пугаться(τι Xen.)
-
6 ὑποπτεύω
ὑπ|οπτεύω подозревать, предполагать
См. также в других словарях:
οπτεύω — ὀπτεύω (Α) βλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτεύω έχει σχηματιστεί πιθ. κατ απόσπαση από τα ρ. σε οπτεύω (< οπτος ή οπτης), πρβλ. δι οπτεύω, κατ οπτεύω] … Dictionary of Greek
ὀπτεύω — see pres subj act 1st sg ὀπτεύω see pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτεύσω — ὀπτεύω see aor subj act 1st sg ὀπτεύω see fut ind act 1st sg ὀπτεύω see aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτευσάμενοι — ὀπτεύω see aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοπτεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καθοπτεύει καθορᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. καθ οπτεύω αντί κατ οπτεύω* με αναλογική δάσυνση από το ὁρῶ] … Dictionary of Greek
καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek
ὀπτεύσαις — ὀπτάω roast pres part act fem dat pl (epic doric ionic) ὀπτεύω see aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ὀπτεύω see aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπτεύω — (Α διοπτεύω) 1. παρατηρώ με διόπτρα 2. κατασκοπεύω, παρατηρώ, εξετάζω νεοελλ. ναυτ. καθορίζω τη θέση πλοίου παρατηρώντας σημείο στην ξηρά ή τη θάλασσα, ρελεβάρω αρχ. διοπεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + οπτεύω < (θ.) οπ (πρβλ. όπωπα)] … Dictionary of Greek
καθυποπτεύω — (Α) (επιτατ. τού υποπτεύω) 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι 2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ οπτεύω (< ὕπ οπτος)] … Dictionary of Greek
οπιπτεύω — ὀπιπτεύω (Α) (δ. γρφ.) οπιπεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η γρφ. ὀπιπτεύω (αντί ὀπιπεύω) κατά το όπτεύω πρέπει να θεωρηθεί αυθαίρετη] … Dictionary of Greek