-
1 ετήσιος
-
2 ἐτήσιος
-
3 ἐτήσιος
A lasting a year, πένθος οὐκ ἐ. E.Alc. 336; προστασία f.l. in Th.2.80; ἐτησίους ἄρχειν to govern for a year, D.C.60.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτήσιος
-
4 ετήσιος
annualΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ετήσιος
-
5 ετησίως
-
6 ἐτησίως
-
7 ετήσιον
-
8 ἐτήσιον
-
9 ετησίοις
-
10 ἐτησίοις
-
11 ετησίου
-
12 ἐτησίου
-
13 ετησίους
-
14 ἐτησίους
-
15 ετησίω
-
16 ἐτησίῳ
-
17 ετησίων
-
18 ἐτησίων
-
19 ετήσια
-
20 ἐτήσια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐτήσιος — lasting a year masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετήσιος — α, ο (ΑΜ ἐτήσιος, ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, ία ( ίη), ον) [έτος] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος («πένθος ἐτήσιον», Ευρ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.) νεοελλ. (για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός … Dictionary of Greek
ετήσιος — α, ο 1. αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση έτους: Ετήσιο μνημόσυνο. 2. που διαρκεί ένα έτος: Η θητεία των μελών του συμβουλίου είναι ετήσια. 3. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο: Ετήσιες εξετάσεις. 4. αυτός που παρέχεται για όλο το χρόνο, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐτησίως — ἐτήσιος lasting a year adverbial ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήσιον — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc sg ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίοις — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίου — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίους — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίων — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίῳ — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήσια — ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)