-
1 ἐτήσιος
ἐτήσιος, ον, 1) jährig, ein Jahr dauernd, πένϑος Eur. Alc. 336; προστασία Thuc. 2, 80; Sp. bes. ἀρχαί – 2) jährlich, was alle Jahr wiederkehrt, βορέαι ἐτήσιοι Arist. probl. 26, 2; καρποί Plut. compar. Lyc. et Num. 1. Bei Sp., bes. D. Cass., auch 3 Endungen, z. B. πανήγυρις ἐτησία 44, 4. Das adv. ἐτησίως Schol. Lycophr. 107; eben so ἐτήσιον τρυγόωσιν, jährlich, Maced. 1 (V, 227).
-
2 ἐτήσιος
-
3 δι-ετήσιος
δι-ετήσιος, das Jahr durch dauernd; ἀγῶνες καὶ ϑυσίαι Thuc. 2, 38; Dion. Hal. 1, 32. – Aber B. A. 35 wird das adv. aus Thuc. u. Ar. angeführt, = δι' ἔτους, καϑ' ἕκαστον ἔτος.
-
4 ἐπ-ετήσιος
ἐπ-ετήσιος, = ἐπέτειος, καρπός, das ganze Jahr durch dauernde Frucht, Od. 7, 118; τελεςφορίη, alljährlich, Callim. Apoll. 78.
-
5 etesius
etēsius, a, um (ετήσιος), jährlich, flabra aquilonum (= etesiae), Lucr. 5, 740; 6, 730.
-
6 etesius
etēsius, a, um (ετήσιος), jährlich, flabra aquilonum (= etesiae), Lucr. 5, 740; 6, 730. -
7 διετήσιος
-
8 ἐπετήσιος
ἐπ-ετήσιος, das ganze Jahr durch dauernde Frucht; τελεςφορίη, alljährlich
См. также в других словарях:
ἐτήσιος — lasting a year masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετήσιος — α, ο (ΑΜ ἐτήσιος, ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, ία ( ίη), ον) [έτος] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος («πένθος ἐτήσιον», Ευρ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.) νεοελλ. (για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός … Dictionary of Greek
ετήσιος — α, ο 1. αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση έτους: Ετήσιο μνημόσυνο. 2. που διαρκεί ένα έτος: Η θητεία των μελών του συμβουλίου είναι ετήσια. 3. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο: Ετήσιες εξετάσεις. 4. αυτός που παρέχεται για όλο το χρόνο, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐτησίως — ἐτήσιος lasting a year adverbial ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήσιον — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc sg ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίοις — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίου — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίους — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίων — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίῳ — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήσια — ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)