-
1 εισαγωγιμος
-
2 εισαγώγιμος
η, ο [ος, ον ] могущий быть импортированным; представляющий интерес для ввоза, импорта -
3 επεισαγωγιμος
31) ввозимый, привозной(σῖτος Dem.; ἀγορά Plut.)
τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. — ввозные товары2) поступающий извне(θερμότης Arst.)
3) иноземный, чужой(γένος Eur.; ἐ. καὴ βάρβαρος Plut.)
См. также в других словарях:
εἰσαγώγιμος — that can masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαγώγιμος — η, ο (Α εἰσαγώγιμος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εισαγάγει, τού οποίου επιτρέπεται η εισαγωγή αρχ. 1. ξένος 2. (για αγωγή) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για εκδίκαση … Dictionary of Greek
εισαγώγιμος — η, ο που μπορεί ή είναι άξιος να εισαχτεί, που επιτρέπεται η εισαγωγή του (ιδίως για εμπορεύματα από το εξωτερικό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσαγώγιμον — εἰσαγώγιμος that can masc/fem acc sg εἰσαγώγιμος that can neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγίμου — εἰσαγώγιμος that can masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγίμους — εἰσαγώγιμος that can masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγίμων — εἰσαγώγιμος that can masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγώγιμα — εἰσαγώγιμος that can neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγώγιμοι — εἰσαγώγιμος that can masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεισαγώγιμος — ἐπεισαγώγιμος, ον (Α) (για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος] … Dictionary of Greek