Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐπ-εισᾰγώγιμος

См. также в других словарях:

  • εἰσαγώγιμος — that can masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισαγώγιμος — η, ο (Α εἰσαγώγιμος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εισαγάγει, τού οποίου επιτρέπεται η εισαγωγή αρχ. 1. ξένος 2. (για αγωγή) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για εκδίκαση …   Dictionary of Greek

  • εισαγώγιμος — η, ο που μπορεί ή είναι άξιος να εισαχτεί, που επιτρέπεται η εισαγωγή του (ιδίως για εμπορεύματα από το εξωτερικό) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσαγώγιμον — εἰσαγώγιμος that can masc/fem acc sg εἰσαγώγιμος that can neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγίμου — εἰσαγώγιμος that can masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγίμους — εἰσαγώγιμος that can masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγίμων — εἰσαγώγιμος that can masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγώγιμα — εἰσαγώγιμος that can neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγώγιμοι — εἰσαγώγιμος that can masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεισαγώγιμος — ἐπεισαγώγιμος, ον (Α) (για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»