-
1 επεισαγωγιμος
31) ввозимый, привозной(σῖτος Dem.; ἀγορά Plut.)
τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. — ввозные товары2) поступающий извне(θερμότης Arst.)
3) иноземный, чужой(γένος Eur.; ἐ. καὴ βάρβαρος Plut.)
-
2 επεισακτος
См. также в других словарях:
επεισαγώγιμος — ἐπεισαγώγιμος, ον (Α) (για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος] … Dictionary of Greek
ἐπεισαγωγίμων — ἐπεισαγώγιμος brought in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)