-
1 ἀκρίζω
-
2 ἀκρίζω
-
3 ἀκρίζω
ἀκρίζω, Berggipfel besteigen; auf den Fußspitzen gehen; die Spitzen beschneiden -
4 ἐπ-ακρίζω
ἐπ-ακρίζω, den Gipfel erreichen, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης, er gelangte zum Gipfel vieler Blutschuld, durch den Muttermord, Aesch. Ch. 920.
-
5 ἐξ-ακρίζω
ἐξ-ακρίζω, einen Gipfel erklimmen, αἰϑέρα πτεροῖς Eur. Or. 275.
-
6 ὑπερ-ακρίζω
ὑπερ-ακρίζω, übersteigen, τειχία, Xen. Hipp. 6, 5; – intrans., über Etwas hervorragen, an Höhe übertreffen, δόμων πέτρα Eur. Suppl. 1013.
-
7 ὑπ-εξ-ακρίζω
ὑπ-εξ-ακρίζω, hinaus und auf eine Bergspitze führen, Eur. Bacch. 677.
-
8 συνδιακρίσει
σύν, διά-ἀκρίζωgo on tiptoe: aor subj act 3rd sg (epic)σύν, διά-ἀκρίζωgo on tiptoe: fut ind mid 2nd sgσύν, διά-ἀκρίζωgo on tiptoe: fut ind act 3rd sg -
9 εξακριζω
-
10 επακριζω
достигать вершины, совершенства или апогеяπολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισεν Ὀρέστης Aesch. — (умертвив мать), Орест совершил самое страшное из многих убийств
-
11 υπερακριζω
1) (верхом) перескакивать(τείχη Xen.)
2) превышатьπέτρα, ἣ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει Eur. — скала, которая высится над этим дворцом
-
12 διακριείς
-
13 διακριεῖς
-
14 отмести
-ету, -етшь, παρλθ. χρ. отмёл, -мела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отмтший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отметённый, βρ: -тён, -тена, -тено, επιρ. μτχ. отметяρ.σ.μ.1. σαρώνω, ακρίζω, αναμερίζω• σκουπίζω, καθαρίζω•снег от крыльца καθαρίζω το ξώστεγο από το χιόνι•
отмести сор от печки καθαρίζω τη θερμάστρα από τα σκουπίδια.
2. μτφ. απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ (ρίχνω) στο σκουπιδοτενεκέ. -
15 ὑπεξακρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεξακρίζω
-
16 ἐξακρίζω
-
17 ἐπακρίζω
ἐπ-ακρίζω, den Gipfel erreichen, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης, er gelangte zum Gipfel vieler Blutschuld, durch den Muttermord -
18 ὑπεξακρίζω
-
19 ὑπερακρίζω
ὑπερ-ακρίζω, übersteigen; intrans., über etwas hervorragen, an Höhe übertreffen
См. также в других словарях:
ακρίζω — (Α ἀκρίζω) νεοελλ. 1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον 2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω 3. (για πλεούμενο) πλευρίζω μσν. 1. τρώω τις άκρες 2. κόβω την άκρη αρχ. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος. ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
συνδιακρίσει — σύν , διά ἀκρίζω go on tiptoe aor subj act 3rd sg (epic) σύν , διά ἀκρίζω go on tiptoe fut ind mid 2nd sg σύν , διά ἀκρίζω go on tiptoe fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρισμα — ἄκρισμα ( ατος), το (Α) [ἀκρίζω] το ευνουχισμένο ζώο … Dictionary of Greek
επακρίζω — ἐπακρίζω (Α) φθάνω στο ακρότατο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακρίζω «βαδίζω στις μύτες τών ποδιών»] … Dictionary of Greek
ξακρίζω — 1. φθάνω ώς την άκρη, ώς το τέλος κατά την εκτέλεση ενός έργου 2. (σχετικά με χαρτί, ύφασμα, δέρμα κ.ά.) κόβω τις άκρες ενός αντικειμένου, επειδή είναι περιττές («ξάκρισα τις σελίδες τού βιβλίου, επειδή προεξείχαν πολύ») 3. βάζω κάτι κατά μέρος… … Dictionary of Greek
υπερακρίζω — Α υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.) 2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό] … Dictionary of Greek
διακριεῖς — διά ἀκρίζω go on tiptoe fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)