-
1 επακριζω
достигать вершины, совершенства или апогеяπολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισεν Ὀρέστης Aesch. — (умертвив мать), Орест совершил самое страшное из многих убийств
-
2 ἐπακρίζω
A reach the top of a thing, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε ( ἐπ' ἄκρον ἦλθε, Sch., τέλος ἐπέθηκεν, Hsch.) he reached the farthest point in deeds of blood, of Orestes, A.Ch. 932.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπακρίζω
-
3 ἐπακρίζω
ἐπ-ακρίζω, den Gipfel erreichen, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης, er gelangte zum Gipfel vieler Blutschuld, durch den Muttermord -
4 επάκρισεν
ἐπά̱κρισεν, ἐπακρίζωreach the top of: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐπακρίζωreach the top of: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἐπακρίζωreach the top of: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
5 ἐπάκρισεν
ἐπά̱κρισεν, ἐπακρίζωreach the top of: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐπακρίζωreach the top of: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἐπακρίζωreach the top of: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
6 ἀκρίζω
-
7 επήκρισε
-
8 ἐπήκρισε
-
9 επήκρισεν
-
10 ἐπήκρισεν
См. также в других словарях:
επακρίζω — ἐπακρίζω (Α) φθάνω στο ακρότατο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακρίζω «βαδίζω στις μύτες τών ποδιών»] … Dictionary of Greek
ἐπήκρισε — ἐπακρίζω reach the top of aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήκρισεν — ἐπακρίζω reach the top of aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάκρισεν — ἐπά̱κρισεν , ἐπακρίζω reach the top of aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπακρίζω reach the top of aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπακρίζω reach the top of aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρίζω — (Α ἀκρίζω) νεοελλ. 1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον 2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω 3. (για πλεούμενο) πλευρίζω μσν. 1. τρώω τις άκρες 2. κόβω την άκρη αρχ. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος. ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek