-
1 επιβουλία
ἐπιβουλίᾱ, ἐπιβουλίαtreachery: fem nom /voc /acc dualἐπιβουλίᾱ, ἐπιβουλίαtreachery: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐπιβουλίαι, ἐπιβουλίαtreachery: fem nom /voc plἐπιβουλίᾱͅ, ἐπιβουλίαtreachery: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἐπιβουλία
1 treachery ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (v. l. ἐπιβουλίαις, cf. O. 10.41) N. 4.37 -
3 ἐπιβουλία
Βλ. λ. επιβουλία -
4 ἐπιβουλίᾳ
Βλ. λ. επιβουλία -
5 ἐπιβουλία
ἐπιβουλ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβουλία
-
6 επιβουλίας
ἐπιβουλίᾱς, ἐπιβουλίαtreachery: fem acc plἐπιβουλίᾱς, ἐπιβουλίαtreachery: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἐπιβουλίας
ἐπιβουλίᾱς, ἐπιβουλίαtreachery: fem acc plἐπιβουλίᾱς, ἐπιβουλίαtreachery: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 επιβουλίαν
-
9 ἐπιβουλίαν
-
10 επιβουλιών
-
11 ἐπιβουλιῶν
-
12 επιβουλίαις
-
13 ἐπιβουλίαις
-
14 επιβουλίην
-
15 ἐπιβουλίην
-
16 επιβουλίης
-
17 ἐπιβουλίης
-
18 ἅλμα
1 leap; place for jumping, met. εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις ( ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν πεντάθλων, οἷς σκάμματα σκάπτονται, ὅταν ἅλλωνται· ἐκείνων γὰρ κατὰ τὸν ἀγῶνα πηδώντων, ὑποσκάπτεται βόθρος ἑκάστου τὸ ἅλμα δεικνύς. Σ.) N. 5.20------------------------------------1 sea water, salt waterἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας P. 2.80
“ ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” P. 4.39δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν N. 6.64
φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ]αλμᾳ[ fr. 140a. 73. met.,ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36
-
19 ἀντιτείνω
1 strive against c. dat.ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.37
-
20 βαθύς
1 lit., deepἐς βαθεῖαν πόντου πλάκα P. 1.24
βαθὺν πόντον περάσαις P. 3.76
ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων ( βαθείας Bergk e Σ.) P. 5.88ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36
“ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
2 met.a profoundβαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν O. 2.54
ἦν δὲ κλέος βαθύ pr. O. 7.52ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.8
βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας O. 10.37
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν P. 4.207
ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας i. e. from the depths of his soul N. 4.8b richτοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20.3 n. sing., pro adv. ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (codd.: βαθὺν Bergk: βυθοῖ Wil.: in the depths) P. 2.794 frag. β]αθὺν δὲ δινῃ[ (supp. Lobel) fr. 51f.c
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιβουλία — ἐπιβουλίᾱ , ἐπιβουλία treachery fem nom/voc/acc dual ἐπιβουλίᾱ , ἐπιβουλία treachery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίᾳ — ἐπιβουλίαι , ἐπιβουλία treachery fem nom/voc pl ἐπιβουλίᾱͅ , ἐπιβουλία treachery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβουλία — η (Α ἐπιβουλία) [επίβουλος] νεοελλ. ονομασία μικρού σιφωνοφόρου αρχ. επιβουλή … Dictionary of Greek
ἐπιβουλίας — ἐπιβουλίᾱς , ἐπιβουλία treachery fem acc pl ἐπιβουλίᾱς , ἐπιβουλία treachery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίαν — ἐπιβουλίᾱν , ἐπιβουλία treachery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλιῶν — ἐπιβουλία treachery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίαις — ἐπιβουλία treachery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίην — ἐπιβουλία treachery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίης — ἐπιβουλία treachery fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιός — ά, ό (AM κακοποιός, όν) 1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός κακούργος, εγκληματίας μσν. 1. ανήθικος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν… … Dictionary of Greek
πιβουλιά — η, Ν δόλος, επιβουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐπιβουλία με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek