Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

βαθείας

См. также в других словарях:

  • βαθείας — βαθείᾱς , βαθύς deep fem gen sg (doric ionic aeolic) βαθείᾱς , βαθύς deep fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γουβών, δήμος — Δήμος (7.761 κάτ.) του νομού Ηρακλείου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Ανωπόλεως, Επάνω Βαθείας, Ελαίας και Κάτω Βαθείας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του… …   Dictionary of Greek

  • Eretria — Gemeinde Eretria Δήμος Ερέτριας …   Deutsch Wikipedia

  • έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») …   Dictionary of Greek

  • γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… …   Dictionary of Greek

  • οικουμένη — η (ΑΜ οικουμένη, Α ιων. τ. οἰκεομένη, αιολ. τ. οἰκημένα) 1. όλες οι χώρες και όλοι οι λαοί τής γης («ἐμὲ ἀνέδειξε βασιλέα τῆς οἰκουμένης ὁ κύριος τοῡ Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. (κατ επέκτ.) όλη η έκταση τής γης, η υφήλιος, ο κόσμος, το σύμπαν («όλην την… …   Dictionary of Greek

  • παρεξελαύνω — ΜΑ [εξελαύνω] εξέρχομαι από κάτι («τοῡ ἀγαθοῡ παρατρέπη καὶ παρεξελαύνῃ», Νικ. Δαυίδ) αρχ. 1. περνώ οδηγώντας, προχωρώ κοντά σε κάποιον 2. υπερτερώ σε αγώνα, ξεπερνώ («εἰ γὰρ κ ἐν νύσση γε παρεξελάσησθα διώκων», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ κωπηλατώντας,… …   Dictionary of Greek

  • Αμαρυνθίων, δήμος — Νέος δήμος (7.356 κάτ.) του νομού Ευβοίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αμαρύνθου, Άνω Βάθειας, Γυμνού, Καλλιθέας και Σέτας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η κωμόπολη Αμάρυνθος …   Dictionary of Greek

  • Σφακιανάκης — Επώνυμο κρητικής οικογένειας, που ανέδειξε κυρίως αγωνιστές. 1. Ιωάννης. Πολιτικός (1848 – 1924). Καταγόταν από την Κρήτη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και τη Βιέννη. Πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση του 1866. Το 1878 εκλέχτηκε πληρεξούσιος στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»