-
1 επιτριπτος
21) досл. стертый, изношенный, перен. избитый(μουσική Sext.)
2) перен. тертый, хитрый(κίναδος Soph.)
οὑπίτριπτος, f ἡπίτριπτος in crasi Arph. — продувная бестия
См. также в других словарях:
Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… … Dictionary of Greek