-
1 επιτριπτος
21) досл. стертый, изношенный, перен. избитый(μουσική Sext.)
2) перен. тертый, хитрый(κίναδος Soph.)
οὑπίτριπτος, f ἡπίτριπτος in crasi Arph. — продувная бестия
См. также в других словарях:
επίτριπτος — ἐπίτριπτος, ον [επιτριβω] 1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά 2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί 3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.) 4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος … Dictionary of Greek
ἐπίτριπτος — accursed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πίτριπτος — ἐπίτριπτος , ἐπίτριπτος accursed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑπίτριπτος — ἐπίτριπτος , ἐπίτριπτος accursed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίτριπτον — ἐπίτριπτος accursed masc/fem acc sg ἐπίτριπτος accursed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτριπτότατε — ἐπίτριπτος accursed masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτριπτότατος — ἐπίτριπτος accursed masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρίπτου — ἐπίτριπτος accursed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρίπτους — ἐπίτριπτος accursed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρίπτων — ἐπίτριπτος accursed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρίπτῳ — ἐπίτριπτος accursed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)