-
1 επιβαθρον
τό1) (тж. τὸ ἐ. νόμισμα Diod.) плата за перевоз на судне Hom.2) плата за право пребывания(ἐ. τῆς γῆς διδόναι Plut.)
3) насест(ὀρνίθων Anth.)
См. также в других словарях:
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek