-
1 επίχαρτον
ἐπίχαρτοςwherein one feels joy: masc /fem acc sgἐπίχαρτοςwherein one feels joy: neut nom /voc /acc sg -
2 ἐπίχαρτον
ἐπίχαρτοςwherein one feels joy: masc /fem acc sgἐπίχαρτοςwherein one feels joy: neut nom /voc /acc sg -
3 ἐπί-χαρτος
ἐπί-χαρτος, worüber man sich freut, erfreulich, Aesch. Ag. 704; ὡς ἐπίχαρτον τελέουσ' ἀεκούσιον ἔργον Soph. Tr. 1252; Sp., wie Alciphr. 2, 4. – Bes. worüber Andere Schadenfreude empfinden, ἐχϑροῖς ἐπίχαρτα πέπονϑα Aesch. Prom. 158; βαρβάροις ἐπίχαρτος γενόμενος, zum Spott geworden, Plat. Ep. VIII, 356 b; vgl. Thuc. 3, 67 οἴκτου ἀξιώτεροι τυγχάνειν οἱ ἀπρεπές τι πάσχοντες· οἱ δὲ δικαίως τὰ ἐναντία ἐπίχαρτοι εἶναι, sie verdienen, daß man sich im Gegentheil über ihr Unglück freut, vgl. Dem. 45, 85.
-
4 ἐπίχαρτος
ἐπίχαρ-τος, ον,2 more freq., wherein one feels malignant joy,ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα Id.Pr. 159
(anap.);οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐ. Th.3.67
, cf. D.45.85;βαρβάροις ἐ. γενόμενος Pl.Ep. 356b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίχαρτος
См. также в других словарях:
ἐπίχαρτον — ἐπίχαρτος wherein one feels joy masc/fem acc sg ἐπίχαρτος wherein one feels joy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχαρτος — ἐπίχαρτος, ον (Α) 1. ευφρόσυνος, χαροποιός («γεραροῑς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.) 2. αυτό για το οποίο αισθάνεται κανείς χαιρεκακία 3. χαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χαρτος < θ. χαρ (πρβλ. ε χάρ ην)] … Dictionary of Greek
ευφιλόπαις — εὐφιλόπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) (για μικρό λιοντάρι) ο πολύ αγαπητός στα παιδιά («ἅμερον, εὐφιλόπαιδα καὶ γεραροῑς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek