Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπίκλυσις

См. также в других словарях:

  • ἐπίκλυσις — overflow fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλύσει — ἐπίκλυσις overflow fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικλύσεϊ , ἐπίκλυσις overflow fem dat sg (epic) ἐπίκλυσις overflow fem dat sg (attic ionic) ἐπικλύζω overflow aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικλύζω overflow fut ind mid 2nd sg ἐπικλύζω overflow… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλύσεις — ἐπίκλυσις overflow fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίκλυσις overflow fem nom/acc pl (attic) ἐπικλύζω overflow aor subj act 2nd sg (epic) ἐπικλύζω overflow fut ind act 2nd sg ἐπικλύζω overflow aor subj act 2nd sg (epic) ἐπικλύζω overflow fut ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλύσεσι — ἐπίκλυσις overflow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλύσεσιν — ἐπίκλυσις overflow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκλυσιν — ἐπίκλυσις overflow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκλυση — η (AM ἐπίκλυσις) [επικλύζω] πλημμύρα, υπερεκχείλιση («ἐπίκλυσιν ποταμοῡ», Θεόφρ.) νεοελλ. γεωλ. η αργή μετακίνηση τής θαλάσσιας ακτογραμμής προς τη χέρσο …   Dictionary of Greek

  • ԸՆԿՂՄՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0781 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. ԸՆԿՂՄՈՒԹԻՒՆ ԸՆԿՂՄՈՒՄՆ. κατάδησις immersio ἑπικλύσις profluvium եւն. որ եւ ԸՆԿՂՄԵԼՈՒԹԻՒՆ. Ընկղմելն, իլն. ողողումն. *Ի կիտոսն մեր հարուածական ընկղմութեան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԸՆԿՂՄՈՒՄՆ — ( ) NBH 1 0781 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. ԸՆԿՂՄՈՒԹԻՒՆ ԸՆԿՂՄՈՒՄՆ. κατάδησις immersio ἑπικλύσις profluvium եւն. որ եւ ԸՆԿՂՄԵԼՈՒԹԻՒՆ. Ընկղմելն, իլն. ողողումն. *Ի կիտոսն մեր հարուածական ընկղմութեան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἐπικλύσεων — ἐπικλύσεω̆ν , ἐπίκλυσις overflow fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλύσεως — ἐπικλύσεω̆ς , ἐπίκλυσις overflow fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»