Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπικλύσῃ

  • 1 επικλύση

    ἐπικλύσηι, ἐπίκλυσις
    overflow: fem dat sg (epic)
    ἐπικλύζω
    overflow: aor subj mid 2nd sg
    ἐπικλύζω
    overflow: aor subj act 3rd sg
    ἐπικλύζω
    overflow: fut ind mid 2nd sg
    ἐπικλύζω
    overflow: aor subj mid 2nd sg
    ἐπικλύζω
    overflow: aor subj act 3rd sg
    ἐπικλύζω
    overflow: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > επικλύση

  • 2 ἐπικλύσῃ

    ἐπικλύσηι, ἐπίκλυσις
    overflow: fem dat sg (epic)
    ἐπικλύζω
    overflow: aor subj mid 2nd sg
    ἐπικλύζω
    overflow: aor subj act 3rd sg
    ἐπικλύζω
    overflow: fut ind mid 2nd sg
    ἐπικλύζω
    overflow: aor subj mid 2nd sg
    ἐπικλύζω
    overflow: aor subj act 3rd sg
    ἐπικλύζω
    overflow: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐπικλύσῃ

См. также в других словарях:

  • επίκλυση — η (AM ἐπίκλυσις) [επικλύζω] πλημμύρα, υπερεκχείλιση («ἐπίκλυσιν ποταμοῡ», Θεόφρ.) νεοελλ. γεωλ. η αργή μετακίνηση τής θαλάσσιας ακτογραμμής προς τη χέρσο …   Dictionary of Greek

  • ἐπικλύσῃ — ἐπικλύσηι , ἐπίκλυσις overflow fem dat sg (epic) ἐπικλύζω overflow aor subj mid 2nd sg ἐπικλύζω overflow aor subj act 3rd sg ἐπικλύζω overflow fut ind mid 2nd sg ἐπικλύζω overflow aor subj mid 2nd sg ἐπικλύζω overflow aor subj act 3rd sg ἐπικλύζω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • ηπειρογενετικές κινήσεις — Όρος της γεωλογίας, που εκφράζει το σύνολο των αργών κινήσεων που προκαλούν τις κατακόρυφες μετατοπίσεις (εξάρσεις ή καθιζήσεις) εκτεταμένων περιοχών της Γης, χωρίς να διαταράσσεται ο τεκτονικός ιστός των πετρωμάτων, είτε με πτυχώσεις είτε με… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κρητιδικό — Η πιο πρόσφατη περίοδος του μεσοζωικού αιώνα. Η ονομασία της προέρχεται από την κρητίδα, τη γνωστή κιμωλία, πέτρωμα μαλακό, ασβεστολιθικό και σχεδόν λευκό, που αποτέθηκε κατά το τέλος του κ. σε εκτεταμένες ζώνες της βορειοανατολικής Ευρώπης (για… …   Dictionary of Greek

  • επικλυσμός — ἐπικλυσμός, ὁ (Α) επίκλυση, καταπλημμύριση …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • πλειόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία του τριτογενούς (του καινοζωικού αι.). Τόσο τα κατώτερα όριά του (με το μειόκαινο) όσο και τα ανώτερα (με το τεταρτογενές) δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, γιατί δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να σημειώνουν τη… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»